- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν.  

Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ τίμησε την μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου στα προπύλαια του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 15/4/2024


Μια από τις ανοησίες που διακινείται, κατά καιρούς, στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο είναι ότι υπάρχει δήθεν κάποια υποτιθέμενη ιδεολογική τομή ανάμεσα σε ελληνοκεντρικούς και δυτικότροπους εθνικιστές. Πρόκειται για μια κωμική φενάκη που πριν μερικά χρόνια έλαβε αστείες μορφές αντιπαράθεσης σε διαδικτυακές αναλύσεις της κακιάς ώρας, ένθεν και ένθεν, από σκουπίδια της άκρας Δεξιάς τα οποία μολύνουν τον εθνικιστικό χώρο. Ή, για την ακρίβεια, μόλυναν μέχρι πρότινος τον εθνικιστικό χώρο. Γιατί, πλέον, ορισμένοι από αυτούς δήλωσαν ότι αποκήρυξαν τις εθνικιστικές ιδέες ενώ άλλοι αγνοούνται.  Το κακό είναι ότι δεν αποτέλεσαν εκείνες οι διαδικτυακές καρικατούρες εμπνευστές της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης. Οι ρίζες της αντιπαράθεσης αυτής ανάγονται σε εξίσου τοξικούς παράγοντες του μακρινού παρελθόντος.

Αυτή η ψευδοτομή ανάμεσα σε υποτιθέμενους ελληνοκεντρικούς και σε ακόμη πιο υποτιθέμενους δυτικότροπους εθνικιστές έχει τις καταβολές της σε διασπάσεις της Εθνικής Παρατάξεως και άλλων πολιτικών σχηματισμών της δεκαετίας του ’70. Το ακόμη χειρότερο είναι ότι γνωστά πρόσωπα του -υποτιθέμενου εις τον κύβο- «εθνικιστικού χώρου», που παραμένουν ενεργά κι έχουν γράψει σελίδες δεκαετιών αγωνιστικής πολιτικής ιστορίας, διακινούν ακόμη αυτή την ανοησία. Πράγμα που έλαβαν υπόψη ακόμη και ακαδημαϊκοί οι οποίοι δείχνουν ενδιαφέρον προκειμένου να μελετήσουν την ιστορία του μεταπολιτευτικού εθνικιστικού χώρου.[1]



Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τομή δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από μια προμετωπίδα προσωπικών αντιπαραθέσεων. Για να δώσουν έναν πολιτικό χρωματισμό στις αντιπαραθέσεις τους και προκειμένου να μην φανεί ότι αυτές δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από απλές και συνηθισμένες στην ελληνική καθημερινότητα συγκρούσεις για προσωπικούς λόγους, ορισμένοι από τους «εθνικιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου» επινόησαν υποτιθέμενες ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα σε έναν δήθεν ελληνικό εθνικισμό και σε έναν μασκαρεμένο, σε βαθμό παράνοιας,  δυτικότροπο και τάχα φασιστικό εθνικισμό.

Έτσι, από την μια μεριά, οι μεν (δήθεν) ελληνοκεντρικοί εθνικιστές υποστήριξαν ότι υπήρχε κάποια πολύ ιδιαίτερη μορφή εθνικισμού, αποκλειστικά ελληνική,  η οποία τάχα διέθετε ως σημεία αναφοράς διανοητές ή πολιτικούς όπως ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Βεζανής και άλλοι, ενώ ο φασισμός και τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα του μεσοπολέμου ήταν άσχετα με τον ελληνικό εθνικισμό. Από την άλλη, οι (δήθεν) εθνικιστές της δυτικής τάσης αγνοούσαν επιδεικτικά τους προαναφερθέντες διανοητές, υιοθετούσαν τυπικές θέσεις του αστικού Διαφωτισμού σύμφωνα με τις οποίες αξιολογούσαν την Ελλάδα ως μια επαρχία της Δύσης που ιστορικός της προορισμός ήταν να προσαρμόζεται στα δυτικά μοντέλα για να βρει την αρχαία της ταυτότητα(!!!) και εστίαζαν αποκλειστικά στον Χίτλερ, στα κινήματα του μεσοπολέμου, στον Αλέν ντε Μπενουά κλπ.

Ασφαλώς, όλο αυτό ήταν ένα πολιτικό καρναβάλι. Οι προσεγγίσεις των δύο πλευρών δεν αντιστοιχούσαν με αυτό που όντως είναι η ιδεολογία του εθνικισμού. Ήταν αφηγήσεις άγαρμπης συρραφής αποσπασμάτων της πολιτικής ιστορίας, που οι ίδιοι οι αφηγητές της ήταν πολιτικά αμόρφωτοι για να κατανοήσουν σε βάθος. Καμία τομή ανάμεσα σε υποτιθέμενα αποκλειστικά ελληνικό και σε δυτικότροπο εθνικισμό δεν μπορεί να σταθεί σε μια σοβαρή ανάλυση της ιστορίας των ιδεών. Για αυτό και στην λαϊκή βάση του εθνικιστικού χώρου δεν έλαβε ποτέ έκταση αυτή η αστεία διαμάχη. Παρέμεινε περιορισμένη στον στενό πυρήνα των προσώπων που έβγαιναν μπροστά ως επικεφαλής του χώρου, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να βγάλουν όποιο σύμπλεγμα κουβαλούσαν στις συγκεκριμένες αφηγήσεις. Έτσι, είδαμε έναν Χίτλερ που παρουσιαζόταν ως θεάνθρωπος μετενσαρκωμένος Άβαταρ, έναν Πλάτωνα που διαβαζόταν ως πρόδρομος των woke, έναν Μπενουά που ερμηνευόταν ως εισαγωγικό κεφάλαιο στην σκέψη του Ρασσιά και της Τζάνη, έναν Συκουτρή που αποτελούσε τον εκλεκτό του Χίτλερ για την διοίκηση του ελληνικού κράτους πριν τον εκτελέσουν οι αντίπαλοι του 3ου Ράιχ, έναν Δραγούμη που αναλυόταν ως εισηγητής κάποιου ένθερμου αλλά και ουδέτερου ιδεολογικά πατριωτισμού, μια Μεγάλη Ιδέα που δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί οι κομμουνιστές γιατί έκαναν τον Εμφύλιο Πόλεμο, έναν Αριστοτέλη που πριν γίνει δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε ταξιδέψει με διαστημόπλοιο στο εξώτερο σύμπαν και άλλα τέτοια ωραία.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910), πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αξιολογήθηκε με θετικό πρόσημο και από τις δύο «παρατάξεις» των ακροδεξιών ημιπαραφρόνων. Είτε γιατί μέσα από ένα παραληρηματικό κείμενο ο ΝΓΜ νόμιζε ότι περιέγραψε την αισθητική φιλοσοφία του Γιαννόπουλου με όρους που ταίριαζαν στους δυτικότροπους δήθεν εθνικιστές της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90. Είτε γιατί, από την άλλη, οι ελληνοκεντρικοί δήθεν εθνικιστές απομόνωναν τις παροτρύνσεις του Γιαννόπουλου κατά της Δύσης χωρίς να εντάσσουν την σκέψη του στο ιστορικό και ευρύτερο διανοητικό της πλαίσιο, το αποτέλεσμα ήταν ο Γιαννόπουλος να φιγουράρει ως επιρροή και των δύο φραξιών. Στην αφήγηση των ελληνοκεντρικών ψευτοεθνικιστών παρουσιαζόταν ως φανατικός αντιευρωπαίος ενώ στην αφήγηση των δυτικότροπων ψευτοεθνικιστών παρουσιαζόταν ως θεωρητικός πατέρας της Τζάνη ή του Λιαντίνη και ως μαινόμενος κλασικιστής. Το γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος κατάφερε να ενώσει τους πάσης τάσεως καραγκιόζηδες του πολιτικού μας «χώρου» αποτελεί κάτι που έχει σαφώς μια σημασία.  Ωστόσο η αληθινή σημασία του Γιαννόπουλου ως διανοητή δεν είναι αυτή.

Για να προσεγγίσουμε την σκέψη του Γιαννόπουλου θα ήταν χρήσιμο να την εντάξουμε στο ιστορικό κάδρο της εποχής της. Όντας ένας νέος από εύπορη οικογένεια, ο Περικλής Γιαννόπουλος ξεκίνησε να σπουδάζει σε διαφορετικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Δεν κατάφερε, όμως, να βρει ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει γρήγορα τις ακαδημαϊκές του σπουδές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο η παραμονή του στο Λονδίνο και στο Παρίσι τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με την σκέψη και τα έργα της ευρωπαϊκής διανόησης. Ο Ρομαντισμός αποτέλεσε μια από τις κύριες διανοητικές του προτιμήσεις. Διάβασε Πόε, Μπωντλαίρ, Ντίκενς και, κυρίως, Τζων Ράσκιν. Μετάφρασε στα ελληνικά ρομαντική λογοτεχνία. Ώσπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισε να συνδέει την ρομαντική αισθητική με την πολιτική σκέψη του ρομαντικού εθνικισμού.


Η δεκαετία του 1890 ήταν τραυματική για το ελληνικό κράτος. Η χρεωκοπία του 1893 είχε οδηγήσει την χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Ο θάνατος του Τρικούπη το 1896 είχε πυροδοτήσει μια διατάραξη της πολιτικής σταθερότητας του δικομματικού συστήματος. Η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε οριστικοποιήσει την υποβάθμιση του γεωπολιτικού status της Ελλάδας και είχε βυθίσει την ελληνική κοινωνία σε μια γενικευμένη απογοήτευση. Στην συγκεκριμένη ελληνική ιστορική συγκυρία έρχονταν να προστεθούν η ανία, ο υλισμός και οι ιμπεριαλιστικές εξάρσεις που χαρακτήρισαν την belle epoque σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα γνωρίσματα της belle epoque είχαν προκαλέσει μια αντίδραση σε διανοητικούς κύκλους της εποχής. Απέναντι στον αστικό κομφορμισμό, στον υλισμό και στην μοντέρνα φιλελεύθερη νεωτερικότητα εκείνης της περιόδου, οι διανοητές της γενιάς του 1890 ανανέωσαν τις παλιές ιδέες του Ρομαντισμού. Μέσα από το νεορομαντικό πανευρωπαϊκό κίνημα των διανοητών της γενιάς του 1890 ξεπήδησαν καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές τάσεις που αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία του φιλελεύθερου ορθολογισμού και του μεθοδολογικού θετικισμού. Διαμορφώθηκαν, παράλληλα, από διανοητές της γενιάς του 1890 οι κατάλληλες συνθήκες για την επικαιροποίηση, την τελική διαμόρφωση και την διασπορά σε ολόκληρη την Ευρώπη της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού εθνικιστικού Ρομαντισμού.

Οι θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού ρομαντικού εθνικισμού είχαν διαμορφωθεί, σταδιακά, από τα τέλη του 18ου μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η οργανική και ρομαντική ερμηνεία του έθνους και η πίστη ότι το έθνος αποτελεί το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας. Η πεποίθηση ότι λίγοι χαρισματικοί άνθρωποι μπορεί να εκφράσουν την ψυχή των εθνών και να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο ιστορικό της πεπρωμένο. Η επίκληση της παράδοσης, ως ενός πλαισίου κοινότητας που αντανακλά μια ένθεη και αδιατάρακτη συμπαντική ιεράρχηση στον ιστορικό κόσμο, απέναντι στην μόδα και την ορθολογιστική ρευστή κοινωνία του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η αναζήτηση ενός κοινοτιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενός συντηρητικού σοσιαλισμού, ενάντια στην θεωρία και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Όλες αυτές ήταν θεμελιώδεις αρχές του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού που είχαν σχεδόν αποκρυσταλλωθεί πριν την ανάδυση της γενιάς του 1890 στο ιστορικό προσκήνιο. Το νέο στοιχείο που έφεραν στον δημόσιο διάλογο οι διανοητές της γενιάς του 1890 ήταν η επικαιροποίηση αυτών των αρχών και το μπόλιασμά τους με στοιχεία θεωριών που ήταν διαφορετικές απ' τον Ρομαντισμό. Στοιχεία της μαρξιστικής σκέψης, του κοινωνικού δαρβινισμού, του νιτσεϊσμού και της μοντερνιστικής πρωτοπορίας αποσπάστηκαν από τα αρχικά διανοητικά τους περιβάλλοντα και χρησιμοποιήθηκαν από τους νεορομαντικούς εθνικιστές της γενιάς του 1890, προκειμένου να καταστήσουν τον αντιδιαφωτιστικό πολιτικό Ρομαντισμό επίκαιρο και να ανοίξουν τον δρόμο για την έλευση των εθνικιστικών κινημάτων του μεσοπολέμου. 

Ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης αποτέλεσαν τους πλέον χαρακτηριστικούς Έλληνες εκπροσώπους του νεορομαντικού εθνικισμού της γενιάς του 1890 στην Ελλάδα. Ασφαλώς οι πολιτικές τους ιδέες δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικές, όπως βλακωδώς υποστηρίζουν οι ελληνοκεντρικοί ακροδεξιοί του πολιτικού μας χώρου. Οι θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής τους σκέψης προέρχονταν από την ιδεολογία του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού που διαμορφώθηκε πανευρωπαϊκά. Αλλά, ταυτόχρονα, οι πολιτικές προτάσεις του Γιαννόπουλου και του Δραγούμη, οι οποίες βασίζονταν σε αυτές τις θεμελιώδεις αρχές, προορίζονταν να εφαρμοστούν με εθνικό τρόπο και με ιδιαίτερο περιεχόμενο στην Ελλάδα, βάσει των εθνικών ιστορικών γνωρισμάτων της χώρας. Σαφώς δεν αποτελούσαν στοιχεία κάποιας πανευρωπαϊκής ελληνορωμαϊκής πολιτικής «ενότητας», όπως εξίσου βλακωδώς οι δυτικότροποι ακροδεξιοί του πολιτικού μας χώρου θα ήθελαν.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν μάλλον ο πρώτος θιασώτης της ελληνικής νεορομαντικής εθνικιστικής διανόησης κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.[2] Η Καραφουλίδου σημειώνει τα εξής.

«Παρότι, ήδη από τις δεκαετίες του 1890-1900, οι συνθήκες πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα ευνοούν τη σκλήρυνση του ελληνικού εθνικισμού, την πορεία υποδεικνύει η ίδια η ευρωπαϊκή σκέψη από το 1870 και μετά. Ο θεμελιώδης κώδικας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλυδωνίζεται και αμφισβητείται η ανοιχτή, ουνιβερσαλική République. Οι κοινωνικές επιστήμες, ο δαρβινισμός, η βιολογία και η ευγονική φέρνουν τη φυλή και τον φυλετικό εθνικισμό στο προσκήνιο».[3]

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά «η Italianita, η Hispanidad, η ελληνικότητα, […] είναι κρυσταλλωμένα ιδεολογήματα που αντιτάσσουν στα επείσακτα θεσμικά πρότυπα της εξάρτησης τα ουτοπικά και ρομαντικά οράματα της αντίστασης και της αυθεντικότητας».[4] Αυτή είναι η διττή διάσταση των ιδεών του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού. Διαμορφώθηκαν με επίκεντρο την Γερμανία, την Βρετανία και την Γαλλία αρχικά και απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο στην συνέχεια. Αλλά λόγω του εθνικισμού τους, το κεντρικό τους αίτημα έγινε η εθνική ανεξαρτησία και η διαφύλαξη της κάθε ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας. Οι θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού μπορεί να είναι πανευρωπαϊκά ίδιες. Όμως η εφαρμογή τους προσαρμόζεται στην εκάστοτε εθνική περίπτωση και εγγυάται την υπεράσπιση της ιδιαιτερότητας κάθε έθνους.

Ο Γιαννόπουλος αποτέλεσε τον Έλληνα Τζων Ράσκιν, σύμφωνα με έναν σύγχρονο μελετητή του.[5] Ασφαλώς ο Γιαννόπουλος δεν μπόρεσε (ή δεν πρόλαβε) να προσεγγίσει την δυσθεώρητη αξία της σκέψης του Ράσκιν, ούτε κατάφερε να υιοθετήσει το ψύχραιμο ύφος γραφής του. Ο Ράσκιν ήταν ένας από τους σημαντικότερους διανοητές του ρομαντικού αντιδιαφωτιστικού εθνικισμού που έχει υπάρξει ποτέ. Ακολουθώντας την μεθοδολογική και ιδεολογική κατεύθυνση αλλά όχι το ύφος γραφής του Ράσκιν, ο Γιαννόπουλος άρχισε να γράφει άρθρα και μανιφέστα κατά την δεκαετία του 1900.  «Η γραφή του είναι προκλητική, επιθετική, προπετής, ωμή. Δεν λυπάται κανέναν».[6]

Όπως παρατήρησε ο Παναγιώτης Κονδύλης κεντρική ιδέα του Ράσκιν ήταν ότι μεταξύ τέχνης και κοινωνίας υφίσταται μια αναγκαία συνάρτηση. Τόσο η τέχνη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο όσο και η κοινωνία, στην ιδανική της περίπτωση, πρέπει να είναι ένα έργο τέχνης.  Αυτό σημαίνει ότι η κριτική της τέχνης και η κριτική της κοινωνίας είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην σκέψη του Ράσκιν ο άσχημος και υλιστικός κόσμος του φιλελεύθερου καπιταλισμού δεν επιτρέπει την δημιουργία αληθινής τέχνης. Συνεπώς, η ανάγκη για καλλιτεχνική δημιουργία πρέπει να προκαλέσει την εξέγερση εναντίον αυτού του κόσμου και το αίτημα για μια νέα εποχή. Η ιδανική κοινωνία είναι μια κοινωνία που διαμορφώνεται βάσει αισθητικών προτύπων και στηρίζεται σε μια δίκαιη ιεράρχηση. Ακολουθώντας τον Πλάτωνα ο Ράσκιν συνδύασε τον αντιματεριαλιστικό Ρομαντισμό με την λατρεία της ομορφιάς, με την καλοσύνη και με την ιεραρχική αντιδημοκρατική οργανική κοινότητα. Συνέδεσε το νόημα της τέχνης με την βελτίωση της ηθικής και με την κριτική της ασχήμιας και της αταξίας του καπιταλιστικού παρόντος.[7]



Ο Περικλής Γιαννόπουλος, υπό αυτή την οπτική, υπήρξε ο κατεξοχήν Έλληνας μαθητής του Ράσκιν. Ανάμεσα σε λιβέλους και ρομαντικά οράματα ο Γιαννόπουλος πρόκρινε το αίτημά να βρεθεί ένας ελληνικός δρόμος προς τους θεσμούς, τις τέχνες και τα γράμματα. Ένας δρόμος που ήταν προδιαγεγραμμένος από την ελληνική παράδοση. Όμως η ελληνική παράδοση είχε ξεχαστεί και ο μέσος Έλληνας υιοθετούσε την σκέψη, την κουλτούρα και τους θεσμούς του δυτικού ορθολογισμού.[8] Στο στόχαστρο του Γιαννόπουλου τέθηκε η ιστορική παρακαταθήκη του φιλελεύθερου ορθολογιστικού Διαφωτισμού.[9] «Προσπάθησε να προκαλέσει, να συνταράξει –να αναστατώσει, έστω. Απευθυνόταν, βέβαια, σε ένα μάλλον κουρασμένο κοινό, που δεν ήθελε να δει τα χάλια του και σε μια κοινωνία που δεν είχε δεσμούς με το ένδοξο παρελθόν».[10]

Μολονότι ο Γιαννόπουλος ανέφερε τον Ράσκιν ως βασική του επιρροή δεν παρέλειπε να σημειώνει ότι αυτά που έγραψε ο Ράσκιν απέρρεαν από τον Πλάτωνα.[11] Επιχείρησε να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον των δυτικών επιρροών στην ελληνική τέχνη, την πολιτική ζωή και την κοινωνία. Ωστόσο, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, ο όρος «δυτική επιρροή» αφορούσε, στην ελληνική περίπτωση, α) την γεωπολιτική και πολιτιστική αποικιοποίηση της χώρας μας στις δυτικές δυνάμεις, β) καθώς και την απώλεια της εθνικής υπόστασης που προϋπέθετε το σβήσιμο του παραδοσιακού βίου στα πλαίσια της ανάπτυξης του καπιταλισμού ως οικουμενικού παραγωγικού και πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας  του 20ου αιώνα, όταν ο Γιαννόπουλος έγραψε τα εθνικιστικά του άρθρα και μανιφέστα, η αφομοίωση του καπιταλισμού βρισκόταν ακόμη στην αρχή για την ελληνική κοινωνία. Η νεωτερική παρακμή γινόταν πρώτα νοητή ως εθνική ταπείνωση από τις μεγάλες δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης και ο αναδυόμενος καπιταλισμός χανόταν κάπου στο βάθος του κάδρου. Όμως, υπήρχε και μάλιστα ως ρίζα του κακού.

Αν εξαιρέσουμε την εστίαση του Γιαννόπουλου στην ελληνική περίπτωση και την ερμηνεία του που βασίστηκε στις ελληνικές προτεραιότητες, κατά τα άλλα, η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία και σκέψη είχε αναπτυχθεί από τον Ράσκιν και άλλους Ευρωπαίους ρομαντικούς διανοητές. Με την μόνη διαφορά ότι εκεί ο καπιταλισμός ήταν ανεπτυγμένος. Με αποτέλεσμα να τραβά την προσοχή των ρομαντικών αντιπάλων του και να συνδέεται φραστικά πρώτος εκείνος με τα αρνητικά γνωρίσματα που έβρισκαν στην νεωτερικότητα. Σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του ο Αρίστου Καμπάνη ο Γιαννόπουλος επιχείρησε να γίνει για την ελληνική φυλή ότι ήταν ο Ράσκιν, ο Καρλάιλ, ο Έμερσον, ο Φίχτε και ο Νίτσε για τους δικούς τους τόπους.[12]

Είναι προφανές ότι ο Γιαννόπουλος δεν ήταν σε καμία περίπτωση όπως τον έχουν παρουσιάσει οι «ελληνοκεντρικοί» ακροδεξιοί του χώρου, που παπαγάλισαν το γράμμα των κειμένων του, αγνοώντας τις θεωρητικές του καταβολές και την ιστορική συγκυρία στην οποία έγραψε. Όπως επίσης δεν ήταν ούτε όπως μπορεί να νόμισαν οι, έτεροι αμαθείς, δυτικότροποι ακροδεξιοί του μεταπολιτευτικού ελληνικού εθνικιστικού χώρου. Ακούσαμε στο παρελθόν ορισμένους αυτής της φράξιας να λένε ότι ο Ίων Δραγούμης ήταν τουρκόφιλος και προωθούσε τον «ελληνοθωμανισμό». Τι θα έλεγαν, άραγε, αν μάθαιναν ότι ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος εκείνος που εισηγήθηκε για πρώτη φορά -στον νεότερο Δραγούμη και τους υπόλοιπους εκκολαπτόμενους Έλληνες εθνικιστές της νεορομαντικής γενιάς του 1890- ως στρατηγική της ελληνικής πολιτικής μια ιδέα η οποία, καθώς αναπτύχθηκε, ανανέωσε την τρίτη εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας[13], δηλαδή τον «ελληνοθωμανισμό»[14]; Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη ο εμπνευστής της ιδέας ότι η Ελλάδα αποτελούσε μια ανατολική χώρα που θα έπρεπε να αντιδράσει για να πάψει να βιώνει τις συνέπειες της γεωπολιτικής και πολιτιστικής της κατάκτησης από την Δύση ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος.[15] Η Έφη Γαζή σημειώνει ότι ο Σουλιώτης, «ξεκινώντας από τον Γιαννόπουλο και την ελληνική κοσμολογία του […] επεκτεινόταν σε όλη την Ανατολή».[16] Το γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος εισηγήθηκε στους Έλληνες εθνικιστές διανοητές των αρχών του 20ου αιώνα μια ιδέα που εξελίχθηκε αναπτυσσόμενη σε μια ανανεωμένη εκδοχή του «ελληνοθωμανισμού» δείχνει πόσο βαθιά ήταν η σχέση του ελληνοθωμανικού σχεδίου με τον πυρήνα των ιδεών του νεότερου ελληνικού εθνικισμού.


Άλλη μια πρόχειρη αποτίμηση της πολιτικής σκέψης του Γιαννόπουλου τον θέλει να υπήρξε υποστηρικτής του Βενιζέλου.[17] Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης υπήρξαν υποστηρικτές μιας «αντικοινοβουλευτικής» αντίληψης που αναπτύχθηκε στην ελληνική πολιτική ζωή απ’ το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το 1909. Ουσιαστικές πληροφορίες για τον ελληνικό «αντικοινοβουλευτισμό» περιλαμβάνει η σχετική μελέτη του Αθανάσιου Μποχώτη.[18] Ο Μποχώτης επικεντρώθηκε στο φαινόμενο του ελληνικού αντισυνταγματισμού της περιόδου 1864-1911.[19] Η έρευνα του Μποχώτη καταλήγει στο εξής συμπέρασμα. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1864 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1880 εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή της Ελλάδος, με διακριτή μορφή ως τάση ο αντικοινοβουλευτισμός. Ο αστικός αντικοινοβουλευτισμός, από το 1890 μέχρι το 1909, μετασχηματίστηκε σε έναν ανολοκλήρωτο φασισμό, παρέχοντας για πρώτη φορά στην νεώτερη ελληνική πολιτική ιστορία την προοπτική για την πραγματοποίηση μιας συνταγματικής εκτροπής.[20]   

Στην ελληνική πολιτική ζωή της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα υπήρχαν ομάδες που διέθεταν πρόσβαση στην εξουσία, οι οποίες συμφωνούσαν με την πραγματοποίηση κάποιας δυναμικής στρατιωτικής επέμβασης που θα έφερνε νέα δεδομένα στην ζωή του τόπου. Τελικά η επέμβαση πραγματοποιήθηκε μέσα από το Κίνημα στο Γουδί. Ο Βενιζέλος ήταν ο κατεξοχήν πολιτικός κληρονόμος της νέας πολιτικής συνθήκης που διαμόρφωσε το στρατιωτικό κίνημα. Μέχρι το 1910, όταν και αυτοκτόνησε ο Γιαννόπουλος, ο Βενιζέλος δεν είχε αναπτύξει την πολιτική του δράση στο ελληνικό κράτος. Ακόμη και ο μεγάλος αντίπαλος του Βενιζέλου, Ίων Δραγούμης, εκείνη την περίοδο έβλεπε θετική την προοπτική αλλαγής του παλαιοκομματισμού και αποτιμούσε θετικά τον Βενιζέλο ως διαχειριστή των αιτημάτων του Κινήματος. Ωστόσο, όταν η μεταβατική περίοδος των μεταρρυθμίσεων πέρασε και ο Βενιζέλος άρχισε να κυβερνά βασιζόμενος στους δικούς του πολιτικούς μηχανισμούς, ξεκίνησε και η μεγάλη σύγκρουση με τον Δραγούμη στα 1912.

Ο Γιαννόπουλος, στα 1907, με το γνωστό αφοριστικό, νευρώδες και κωμικά σατιρικό του ύφος, αποκάλεσε «συνταγματομουρλή» την ελλαδική πολιτική συνθήκη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα[21] και χαρακτήρισε την Βουλή «άβουλη» και «ξεπατωμένο παλιοκάζανο πνευματικών εθνομπαλωματήδων»,[22] δείχνοντας ότι συναινούσε με τον αναδυόμενο «αντικοινοβουλευτισμό». Μολονότι δεν είναι επιστημολογικά άρτιο να γίνονται προβλέψεις τέτοιου περιεχομένου, η πολιτική σκέψη και οι πολιτικές δικτυώσεις του Γιαννόπουλου καθιστούν προφανές τι θα συνέβαινε αν συνέχιζε να ζει όσο ο Βενιζέλος κυβερνούσε ως αρχηγός των φιλελευθέρων.    



Αυτά και πολλά άλλα συζητήσαμε πριν λίγες μέρες, όταν ως μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. πραγματοποιήσαμε απότιση τιμής στην μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου, στα προπύλαια του ΕΚΠΑ. Εφόσον δεν υπάρχει κάποιο μνημείο του Περικλή στο κέντρο των Αθηνών, αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε την δράση πρωί, γιατί του άρεσε ο ήλιος, και σε έναν χώρο που να υποδηλώνει την φοιτητική προέλευση της λέσχης. Έναν χώρο που είναι συνδυασμένος με το ξεκίνημα συλλογικών διεκδικήσεων. Έναν χώρο που είναι, επίσης, συνδεδεμένος, τα τελευταία πενήντα χρόνια, με δράσεις, αντιπάλων πολιτικά, φοιτητικών παρατάξεων. Παρατάξεων που μπορεί να μην εμπνέονται από τους ρομαντικούς, αλλά τουλάχιστον δεν βίωσαν τον ψυχοδιαστροφικό αισθητικό και ιδεολογικό βιασμό του πολιτικού τους χώρου από τους μεγάλους σε ηλικία ομοϊδεάτες τους. Πράγμα που, δυστυχώς, συνέβη στον μεταπολεμικό ελληνικό εθνικιστικό χώρο. Αν μη τι άλλο, η απότιση τιμής στην μνήμη του Περικλή Γιαννόπουλου ας μας αφήσει ως συμπέρασμα κάτι πολύ χρήσιμο για την συνέχεια.

Παιδιά, αγνοείστε τους εναπομείναντες «ελληνοκεντρικούς ψευδο-εθνικιστές». Οι περισσότεροι είναι ουρές της Δεξιάς και σφουγγοκωλάριοι του «Αδώνιδος». Διαβάστε όλους τους διανοητές ή τους λογοτέχνες που συνδέονται με την ιδεολογία μας και την ρομαντική αισθητική. Ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους. Διαβάστε όλο τον Ρομαντισμό. Ο Γιαννόπουλος μπορεί να καλούσε σε εξέγερση κατά της πολιτικής και πολιτιστικής αποικιοποίησης του ελληνισμού από τις δυνάμεις της δυτικής νεωτερικότητας, αλλά λίγο πριν την τελετουργική του αυτοκτονία δεν παρέλειπε να διαβάζει σε φίλους τις μεταφράσεις του σε κείμενα των Ευρωπαίων ρομαντικών.[23] Δεν ήταν αντίφαση αυτό. Ήταν επαφή με την κοινή αισθητική και ιδεολογική μήτρα του Ρομαντισμού.


Ταυτόχρονα, αγνοείστε τα γκαρσόνια του «δυτικόδουλου ψευδοεθνικισμού». Αυτοί δεν είναι μόνο σφουγγοκωλάριοι της Δεξιάς. Είναι και έμμισθοι υπάλληλοί της. Κάντε πράξη τις αρχές που μας κληρονόμησαν οι ανά τον κόσμο ρομαντικοί διανοητές. Αγωνιστείτε για την υπεράσπιση την εθνικής μας ανεξαρτησίας, ισχύος, κληρονομιάς και ταυτότητας. Κόντρα σε κάθε παρελκυστική προοπτική ένταξης σε διεθνικά σχήματα υποτιθέμενα συναφών πολιτικά πλαισίων. Αυτοί που μας στερούν την εθνική ανεξαρτησία, που σβήνουν την εθνική μας ταυτότητα και που μας σκοτώνουν με τους νόμους του δυτικού φιλελευθερισμού είναι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Ασχέτως αν είναι ομόφυλοι ή αν μας προσεγγίσουν κουκουλωμένοι με την σημαία κάποιων παλιών κινημάτων της δικής μας ιδεολογίας. Τίποτα δεν είναι συναφές με τις ιδέες μας, αν δεν αναγνωρίζει την προτεραιότητα της εθνικής ταυτότητας και ανεξαρτησίας. Πρώτα ο ρομαντικός εθνικισμός και ο ρομαντικός σοσιαλισμός. Μετά οι γεωπολιτικές πανευρωπαϊκές παρλάτες.       


[1] Πρόσφατο παράδειγμα το ενδιαφέρον βιβλίο της Άννας Καρακατσούλη, Το ξίφος του πνεύματος, Gutenberg, Αθήνα 2024  για το οποίο θα υπάρξει ανάρτηση προσεχώς. [2] Για μια επισκόπηση της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας των αρχών του 20ου αιώνα που βασίζεται σε αυτή την προσέγγιση  το Gerasimos Augustinos, Consciousness and history: Nationalist critics of Greek society 1897-1914, East european quarterly, Boulder distributed by Columbia University Press, Columbia  1977.   [3] Βίκυ Καραφουλίδου, «της μεγάλης ταύτης ιδέας». Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854, Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 379-380. [4] Κ. Τσουκαλάς, «Παράδοση και Εκσυγχρονισμός. Μερικά γενικά ερωτήματα», Δημήτριοςς Γ. Τσαούσης (επμλ), Ελληνισμός-ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου& ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα 1983, σελ. 45. [5] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007. [6] Ο.π., σελ.82. [7] Παναγιώτης Κονδύλης, Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σελ.525-526. [8] Ο.π., σελ.29. [9] Ο.π., σελ. 71 [10] Ο.π., σελ. 97. [11] Σε επιστολή προς την Σοφία Λασκαρίδου που αναφέρει ο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος στο Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 90. [12] Αρίστος Καμπάνης, «Περικλής Γιαννόπουλος» στο Ελληνική Δημιουργία, τεύχος 136, Αθήναι 1-10-1953, στο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007., σελ. 137. [13] Για την Μεγάλη ιδέα και τις παραλλαγές της διαβάστε το  Έλλης Σκοπετέα, ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ, Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988. Για το πώς η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε ένα πολιτικό αίτημα στον χρόνο και τον χώρο διαβάστε το άρθρο Κιτρομηλίδης Π., «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα», Δερτιλής Γ.Β.- Κωστής Κ.  (επμλ), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ος αιώνας),  Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1991, σελ. 59-70. [14] Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερες αναρτήσεις η Μεγάλη Ιδέα είχε μια κύρια εκδοχή και δυο παραλλαγές. Η κύρια εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας αναδύθηκε κατά την δεκαετία του 1850 και στόχος της ήταν η συγκρότηση μιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα της οποίας θα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Η νέα ελληνική αυτοκρατορία θα συμπεριελάμβανε κι άλλους βαλκανικούς λαούς, αλλά την πολιτική κυριαρχία θα είχε το «μείζον έθνος» των Ελλήνων.Το αίτημα αυτό επηρέασε ολοκληρωτικά την πολιτική ζωή του τόπου κι έφτασε στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας του κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), που βρήκε αντιμέτωπους τους Ρώσους, με την βοήθεια χιλίων Ελλήνων εθελοντών, από την μια και τους Τούρκους με τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Σαρδηνούς από την άλλη. Η ήττα των Ρώσων και η αποδυνάμωση της γεωπολιτικής τους επιρροής στην Ελλάδα οδήγησε το όραμα της Μεγάλης ιδέας στην πρώτη του παραλλαγή, η οποία ήταν εκείνη της «προσάρτησης εδαφών». Η λογική της συνοψιζόταν στην συμφωνία της Ελλάδος με τους δυτικούς ότι δεν θα απειλούσε την συνολική ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους και στην προσμονή ότι αν η χώρα μας έδειχνε ένα καλό πρόσωπο στους Αγλλογάλλους, εκείνοι θα της παραχωρούσαν σταδιακά ελληνικά εδάφη που δεν είχαν απελευθερωθεί. Η εκδοχή αυτή της Μεγάλης Ιδέας αρχικά φάνηκε επιτυχής, καθώς οι Βρετανοί παραχώρησαν στην Ελλάδα τα Ιόνια κατά το 1862. Ωστόσο, κατέρρευσε κι αυτή μετά την αποτυχημένη έκβαση της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869). Η δεύτερη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο «ελληνο-οθωμανισμός». Η εκδοχή αυτή συνδέθηκε με την οικονομική ενδυνάμωση της ελληνικής ομογένειας που ζούσε στην ανατολή, κατά την δεκαετία του 1870. Προϋπέθετε την αρχική εδαφική ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την προώθηση των Ελλήνων ομογενών σε θέσεις κλειδιά της διοίκησης του Σουλτάνου. Απώτερος στόχος ήταν να απλωθεί μια νευραλγικά σημαντική παρουσία Ελλήνων στους μηχανισμούς του οθωμανικού κράτους ώστε να υπονομευτεί ή και να καταληφθεί εκ των έσω, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Ωστόσο και αυτή η εκδοχή απέτυχε γιατί όταν το ελληνικό κράτος έθετε ως στόχο την ακεραιότητα των οθωμανικών εδαφών, οι  Σλάβοι, και κυρίως οι Βούλγαροι, είχαν την δύναμη να την απειλήσουν και να κερδίσουν εδάφη που διεκδικούσε και η Ελλάδα. [15] Έφη Γαζή, Άγνωστη Χώρα. Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 244. [16] Ο.π. [17] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 104. [18] Αθανάσιος Μποχώτης, Η Ριζοσπαστική Δεξιά. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στην Ελλάδα, (1864-1911), (Έρευνες για σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003. [19] Σαφώς έχουμε αρκετές διαφωνίες με την μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της έρευνας του Μποχώτη. Ωστόσο, αυτές δεν αναιρούν το ενδιαφέρον της περιεχόμενο και το χρήσιμο συμπέρασμα για την ανάδυση του αντικοινοβουλευτικού φαινομένου που παρατέθηκε στην παραπάνω φράση [20] Ο.π., σελ. 9. [21] Περικλέους Γιαννοπούλου, Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν, έκδοσις Ι.Δ. Κολλάρου, Αθήναι 1907, σελ. 15. [22] Ο.π., σελ. 54. [23] Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος. Περικλής Γιαννόπουλος. Πορτρέτο που κάηκε στο φως, Ηλέκτρα, Αθήνα 2007, σελ. 112.

                                                 Under the Midnight Sun

                                                                                            του Σταμάτη Μαμούτου

Είμαι από εκείνους που υποστηρίζουν ότι ως μουσική το heavy metal μπορεί να ζει, αλλά ως ευρύτερη πολιτιστική τάση, καθώς και ως νεολαιίστικο κίνημα, είναι νεκρό ήδη από την δεκαετία του ’00. Ας λένε διάφοροι άλλοι ό,τι θέλουν. Μολονότι πιστεύω ότι το metal είναι τουλάχιστον ζωντανό ως μουσικό ρεύμα, για το rock καταλήγω σε μια ακόμη πιο απαισιόδοξη εκτίμησή. Το rock είναι νεκρό. Ως κίνημα και ως μουσική. Και, μάλιστα, από την δεκαετία του ’90.

Η λαίλαπα του alternative και του grunge κατέκαψε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οτιδήποτε είχε μείνει ζωντανό από την μεγάλη, παλιά, classic και progressive rock μουσική παράδοση. Όταν οι εναλλακτικές παπάτζες έφυγαν από το μουσικό προσκήνιο, το πεδίο της rock έμεινε σαν βομβαρδισμένο τοπίο. Η μουσική συνέχεια του παρόντος με το παρελθόν είχε διακοπεί. Και ο παλιός «πέτρινος ήχος» διαλύθηκε σε θραύσματα σιωπής. Επέζησαν, ασφαλώς, ορισμένα σχήματα, κατέκτησαν την εμπορική κορυφή παγκόσμια brands όπως οι Rolling Stones και ξεπήδησαν νεότερες μπάντες. Αλλά κι αυτά ήταν προσαρμοσμένα στον σύγχρονο κόσμο του liberal αγοραίου μουσικού marketing. Το rock ως κουλτούρα, ως κίνημα και ως τρόπος ζωής είχε πεθάνει.

Ακόμη χειρότερα, είχε πεθάνει και ως μουσική. Σε αντίθεση με το heavy metal, που διατήρησε ζωντανό τον πρωταρχικό πυρήνα της μουσικής του ταυτότητας προσαρμόζοντας μεταγενέστερα παρακλάδια επάνω στον κλασικό του μουσικό κορμό, στο rock είχε χαθεί ο ατόφιος ήχος. Τόσο στην εκδοχή του garage όσο και σε εκείνες του progressive των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Ακόμη και το AOR έπαψε να υπάρχει από την δεκαετία του ’90 κι έπειτα.

Σήμερα χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να βρει ένα συγκρότημα που παίζει rock με τον παλιό καλό τρόπο (πέρα από το stoner που κι αυτό ένα μεταμοντέρνο ανακάτεμα της δεκαετίας του ’90 είναι). Γεγονός που καθιστά την είδηση της κυκλοφορίας ενός πολύ καλού, old school, rock δίσκου όχι μόνο ευχάριστο νέο. Αλλά κάτι σαν ανάσταση από τον κόσμο των νεκρών. Μια τέτοια μουσική ανάσταση αξίζει, ασφαλώς, ένα ξεχωριστό άρθρο, Πρόκειται για το album Under The Midnight Sun, που κυκλοφόρησαν οι The Cult πριν ενάμιση περίπου έτος.


Το Under The Midnight Sun είναι ένα διαμάντι της παλιάς, καλής, gothic rock σκηνής. Ένα album που ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να κάνει κοιλιά στην ποιότητα των τραγουδιών του. Με οκτώ κομμάτια που το ένα είναι καλύτερο απ’ το άλλο. Με συνολική διάρκεια τριάντα πέντε, περίπου, λεπτών. Με στίχους ρομαντικής σκοτεινής αισθαντικότητας και με άρτια παραγωγή. Με όλα, κοντολογίς, τα γνωρίσματα των σπουδαίων κυκλοφοριών της δεκαετίας του ’80.

Οι The Cult μας χάρισαν έναν δίσκο (αυτός ο old school όρος αξίζει στην συγκεκριμένη κυκλοφορία και ας μην την έχω σε βινύλιο) που συνοψίζει τις κορυφαίες στιγμές των ηχητικών τάσεων του γοτθικού rock των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Το Under The Midnight Sun στέκεται σε απόσταση από τις πιο heavy-hard rock και doom στιγμές των The Cult. Όμως αυτό δεν είναι καθόλου κακό εφόσον αποτελεί ένα αυθεντικό goth rock album, σε μια εποχή που ο κλασικός rock ήχος αναζητείται (συνήθως μάταια). Υποθέστε ότι μπορεί να διαμορφωθεί ένα μουσικό κράμα από στοιχεία του ύφους των The Mission, των The Cure, των Joy Division, των rockabilly απόηχων του Chris Isaak, των πιο pop στιγμών των Paradise Lost και των πιο heavy στιγμών των Depeche Mode, με τις πλέον σκοτεινές ερμηνείες της φωνής του Jim Morrison και θα πλησιάσετε κάπως την μουσική ταυτότητα του Under The Midnight Sun.


Τα videos που δείχνουν τις τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος αποκαλύπτουν ότι η φωνή του  Ian Astbury δείχνει κάπως καταβεβλημένη και δεν θυμίζει τις παλιές δόξες του σημαντικού αυτού τραγουδιστή. Αλλά στο album η παραγωγή έχει κάνει την δουλειά της πολύ καλά με αποτέλεσμα να αποδίδεται το μέγιστο των φωνητικών δυνατοτήτων του χαρισματικού frontman. Στην τελική, album κρίνουμε και όχι ζωντανή εμφάνιση.

Όπως προανέφερα πρόκειται για ένα album που μπορεί να ακούσει κανείς από την αρχή μέχρι το τέλος Κανένα τραγούδι δεν υστερεί σε ποιότητα. Όπως λέγαμε την εποχή του βινυλίου, το Under The Midnight Sun είναι ένας δίσκος που κερδίζει τον ακροατή από την στιγμή που η βελόνα του πικ απ ακουμπάει τις αυλακιές του βινυλίου στις πρώτες στροφές, μέχρι και την τελευταία του νότα. Αν, παρ’ όλα αυτά, αναγκαζόμουν να προτείνω κάποια τραγούδια ως καλύτερα, η πρώτη μου επιλογή θα ήταν το ομώνυμο. Το τραγούδι που φέρει τον τίτλο "Under The Midnight Sun" είναι ένα ατμοσφαιρικό, γοτθικό έπος. Μια συμβολιστική μυσταγωγία που αποπνέει σκοτεινούς απόηχους και συγκρατημένα μεγαλειώδεις μελωδίες, θυμίζοντας soundtrack παλιών κινηματογραφικών ταινιών. Έχω την εντύπωση ότι τα ορχηστρικά μέρη είναι παιγμένα σε synth. Αν οι The Cult είχαν χρησιμοποιήσει κλασικά όργανα για αυτά τα μέρη ίσως το ήπιο μεγαλείο του τραγουδιού να γινόταν μεγαλύτερο.


Ακολουθεί το καταπληκτικό hit "Give Me Mercy". Πρόκειται για τον ορισμό της διαχρονικής goth rock μουσικής επιτυχίας. Ασφαλώς η διαχρονικότητά του τραγουδιού μπορεί να μην αρκεί για να αποφέρει την αναμενόμενη καθιέρωση στην μνήμη, καθώς ζούμε σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση της λογιστικής αντίληψης των πραγμάτων και της αδηφάγου κατανάλωσης δεν επιτρέπει στην μνήμη να σταθεί σε σημεία που πρέπει. Δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο θα ήταν παρήγορη για το συγκρότημα η διαπίστωση ότι είναι κρίμα που δεν έγραψε το συγκεκριμένο τραγούδι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ή κατά την δεκαετία του ’90. Αν είχε κυκλοφορήσει εκείνες τις εποχές θα μιλούσαμε για μια από τις πλέον κλασικές επιτυχίες του.


Εξαιρετικό και το πιο κιθαριστικό και hard "A Cut Inside". Κοφτά και ζόρικα riffs τα οποία ακούγονται περισσότερο ευρωπαϊκά, σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια που διανθίζονται με τους υπόγειους American rockabilly απόηχους της κιθάρας του Billy Duffy. Υποβλητικά φωνητικά, αισθαντικά ρομαντικοί στίχοι, ένα κομμάτι που συμπυκνώνει την μουσική ταυτότητα ενός σπουδαίου συγκροτήματος της δεκαετίας του '80 σε ηχητικές φόρμες των alternative '90's. Κοντολογίς ένας ακόμη ύμνος του γοτθικού rock.  


Απ’ ό,τι διάβασα υπήρξαν κριτικοί «έγκριτων» εντύπων που αξιολόγησαν ως μέτριο το συγκεκριμένο album. Εφόσον δεν μπορούμε να τους απαντήσουμε με μερικές δυνατές καρπαζιές στον σβέρκο, απλά τους αγνοούμε και απολαμβάνουμε τον εξαιρετικό δίσκο των The Cult.