- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν

                 Ο  μπαρμπα-Γιάννης στα menu των «εστιατορίων» της Δεξιάς

Ήταν κάπου στα 2009 όταν ο Σταύρος του Μαύρου Κρίνου επέμενε να μου γνωρίσει τον ιππέα. Επηρεασμένος καθώς ήταν από τις παλιομοδίτικες αλλά επικοινωνιακά θεμελιωμένες ρητορικές τεχνικές του (ιππέα) Τέλη, ο Σταύρος θεωρούσε ότι θα έφερνε κάτι καλό για τον εθνικιστικό χώρο η γνωριμία μας. Αντιθέτως, εγώ ήμουν επιφυλακτικός με όλους εκείνους που αργότερα αποκάλεσα ειρωνικά «εθνικιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου». Σαφώς αναγνώριζα στον Τέλη, -έχοντας παρακολουθήσει ορισμένες εμφανίσεις του στην τηλεόραση και σε δίκτυα, κι έχοντας διαβάσει κάποια κείμενά του-, μια ραφιναρισμένη παρουσία σε σύγκριση με τον Μιχαλολιάκο, τον Πλεύρη και άλλες φιγούρες του χώρου. Όμως, από την άλλη, ακόμη και η τηλεοπτική απόσταση ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη της εικόνας δεν ήταν αρκετή για να κρύψει εντελώς εκείνο που αντιλαμβανόμουν ως προβληματικό υπόβαθρο αυτού του ανθρώπου. Η επιτηδευμένα avant garde ρητορική, η αδυναμία αποφυγής της τυπικά φιλολογικής κλασικίζουσας ρητορείας και άλλα στοιχεία του λόγου του, σε συνδυασμό με τις φήμες που θυμάμαι να τον ακολουθούν από τότε που ήμουν μαθητής γυμνασίου, ενίσχυαν την επιφυλακτικότητά μου. Όμως, ο Σταύρος ήταν ανένδοτος. Παρακάμπτοντας τις αρνήσεις μου, κανόνισε να συναντηθούμε. Δεν ήθελα να του διαταράξω την ευφορία που έβλεπα να τον διακατέχει γιατί ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα δικαιωνόταν η επιφυλακτικότητά μου και θα καταλάβαινε μόνος του τι πραγματικά συνέβαινε. Έτσι, η αναμενόμενη συνάντηση πραγματοποιήθηκε.


Μόλις είδα από κοντά τον ιππέα δέχτηκα το ψυχρό ράπισμα ενός απροσδιόριστου συναισθήματος. Έκπληξη, ανάμικτη με εκνευρισμό και αμηχανία. Από την μέση και πάνω ήταν ντυμένος «κανονικά» ενώ από την μέση και κάτω «παράδοξα». Φορούσε ένα γυναικείο κολάν παντελόνι, ανοιχτού μωβ χρώματος. Ξέρω, μπορεί κάποιοι να διερωτηθούν αν ήταν παντελόνι ιππασίας και άλλα σχετικά. Όχι παιδιά. Δεν ξέρω αν είχε κάποια σχέση με την ιππασία. Ξέρω ότι ήταν ένα γυναικείο κολάν από το οποίο προεξείχαν, με μια προκλητικότητα που μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, σημεία του σώματός του που όλοι μπορείτε να υποθέσετε. Μέσα μου μια φωνή ούρλιαζε, «που πάμε με αυτόν; Θα γυρίζουν όλοι να μας κοιτάζουν αν βγούμε έξω». Αλλά, είτε λόγω αιφνιδιασμού είτε λόγω μιας κακώς νοούμενης συστολής που με χαρακτήριζε όταν ήμουν μικρότερος, δεν αντέδρασα. Έμεινα και συζήτησα κοντά δυο ώρες με τον ιππέα και τον Σταύρο, ευτυχώς μακριά από πολλά βλέμματα.

«Ξέρεις, ο πατέρας μου ήταν ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το αεροδρόμιο του Ελληνικού», μου είπε ο ιππέας, κάποια στιγμή, επιδιδόμενος στην γνωστή ψευδολογία του.

«Το πολιτικό ή το στρατιωτικό;» τον ρώτησα.

«Ολόκληρο. Χτίστηκε από τους Γερμανούς επί Χίτλερ αλλά ο πατέρας μου σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί τους και κάποια στιγμή έδωσε τα σχέδια του αεροδρομίου στους Άγγλους. Οι Άγγλοι τα χρησιμοποίησαν για να το βομβαρδίσουν», απάντησε ο Τέλης.

Είχε αρχίσει να πλέκει μια από τις αφηγήσεις τις οποίες τα επόμενα χρόνια καθιέρωσε στα social media αλλά μέχρι τότε αφιέρωνε αποκλειστικά στους συναγωνιστές που συναντούσε. Το παράξενο ήταν ότι περιέγραφε με υπερηφάνεια μια υποτιθέμενη αλλαγή στρατοπέδου του πατέρα του που στα μάτια ενός λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως λαμογιά ή προδοσία. Αυτό με έκανε να τον ρωτήσω παραξενεμένος.

«Μια με τους Γερμανούς, την άλλη με τους Άγγλους, δεν ήρθες σε ρήξη με τον πατέρα σου όταν σου περιέγραφε αυτή του την στάση;»

«Όχι φυσικά» ήταν η απάντησή του.

«Γιατί;» απόρησα.

«Γιατί στα κρατητήρια του αεροδρομίου ήταν κλεισμένοι κομμουνιστές. Με τους αγγλικούς βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν και επιτελέστηκε ένα εθνικά ωφέλιμο έργο», αποφάνθηκε ο «ιππέας μας».

Μέσα σε δύο λεπτά είχε αραδιάσει ένα (ακόμα) ψευδές σενάριο για το οικογενειακό του status και είχε δικαιολογήσει την εναλλαγή πολιτικών στρατοπέδων, σαν να ήταν πουκάμισα, με την αιτιολογία ότι μια τέτοια απόφαση είχε ως θετική συνέπεια τον θάνατο κομμουνιστών αιχμαλώτων από αγγλικούς βομβαρδισμούς. Ο ιππέας δικαίωνε αυτό που είχα αντιληφθεί από τότε που ήμουν πιτσιρικάς. Πίσω από τον φαινομενικό εθνικοσοσιαλισμό των «εθνικιστών της γενιάς του Πολυτεχνείου» κρυβόταν ο αμερικανοκίνητος, κοκκινοπροβίτικος, αντικομμουνισμός της Δεξιάς. Αυτός ήταν ο καημός τους, αυτό το βαθύτερο κίνητρο της δράσης τους, αυτή η πραγματική τους πίστη, αυτή η εμμονή τους. Το μίσος προς τους κομμουνιστές. Τα υπόλοιπα περί Χίτλερ ήταν ρητορικές επενδύσεις.

Το σενάριο με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο πατέρα του ιππέα έφερε την συζήτηση στα περί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια στιγμή τον ρωτήσαμε με τον Σταύρο πώς αξιολογούσε τον Μεταξά. Ο ιππέας απάντησε ότι ο Μεταξάς είχε μια αξιοσημείωτη προσφορά στην ιστορία της «αντιδημοκρατικής σκέψεως», αν και υστερούσε ως προσωπικότητα συγκρινόμενος με ηγέτες των φασιστικών κινημάτων της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης. Όταν η συζήτηση έφευγε από τον εαυτό και την οικογένειά του, ο ιππέας μεταμορφωνόταν σε έναν κανονικό συνομιλητή, σταματούσε τα ασύστολα ψεύδη και εξέφραζε τις γενικά αποδεκτές απόψεις του «χώρου» εκείνης της εποχής, καθώς και οξυδερκείς κρίσεις για την πολιτική ποιότητα των περισσότερων γνωστών προσώπων που τον απάρτιζαν.


Μπορεί ο ιππέας και οι υπόλοιποι μπροστάρηδες της γενιάς του να ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλλο ωστόσο διέθεταν κάποιους κοινούς πολιτικούς κώδικες και ένα πλαίσιο παρόμοιων ιδεολογικών αναφορών που συνέθεταν αυτό το οποίο ονομάζαμε «εθνικιστικό χώρο». Η αποτίμηση που παρέθεσε ο Τέλης για τον Μεταξά ήταν πάνω κάτω αποδεκτή από όλο τον χώρο. Ορισμένοι μπορεί να ήταν περισσότερο «μεταξικοί» και να έβρισκαν πιο πολλά θετικά στον μπαρμπα-Γιάννη, άλλοι να ήταν «χιτλερικοί», άλλοι με τον Χοσέ Αντόνιο και πάει λέγοντας. Πάντως, άπαντες θεωρούσαν ότι αυτά τα πρόσωπα ταξινομούνταν σε ένα ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο. Άπαντες θεωρούσαν ότι ανήκαν σε έναν πολιτικό χώρο με κοινές, λίγο πολύ, ιδέες και πολιτικές προτάσεις. Άπαντες θεωρούσαν αδιανόητο να καταναλωθεί πολιτική ενέργεια για να γίνουν οργανωμένες απόπειρες μείωσης της ιστορικής αξίας ορισμένων προσώπων (πχ Μεταξάς) προς όφελος άλλων (πχ Χίτλερ). Μέχρι και το 2010-11 θα ακουγόταν εξωπραγματική η επικέντρωση του εθνικιστικού χώρου σε παρόμοιου περιεχομένου εσωτερικά θέματα. Όποιοι ξεκινούσαν μια τέτοια προσπάθεια θα αντιμετωπίζονταν ως προβοκάτορες ή παρανοϊκοί και θα απομονώνονταν άμεσα.

Όμως, τότε ήταν ακόμη τα προ-μνημονιακά χρόνια. Ο εθνικιστικός χώρος αφορούσε ελάχιστους Έλληνες και το σύστημα εξουσίας τον αντιμετώπιζε ως κάτι παρακμιακό. Δεν τον υπολόγιζε ως παράγοντα διαμόρφωσης του πολιτικού γίγνεσθαι. Μπορεί οι κυπατζήδες και οι εγκάθετοι της Δεξιάς να έκαναν τα βρώμικα παιχνίδια τους εντός των πλαισίων του χώρου αλλά ο ιδεολογικός του πυρήνας παρέμενε –ανεπεξέργαστος ουσιαστικά αλλά και- ακέραιος σε ένα στοιχειωδώς αποδεκτό επίπεδο. Η κατάσταση, ωστόσο, άλλαξε άρδην μετά το 2011 και το κίνημα των Αγανακτισμένων. Μέσα από τους Αγανακτισμένους ο εθνικισμός απενοχοποιήθηκε και σε συνδυασμό με τις εσωτερικές (υποχώρηση ΛΑΟΣ, άνοδος Χρυσής Αυγής) και εξωτερικές (μαζικοποίηση συντηρητικών και εθνικιστικών κινήσεων πανευρωπαϊκά και ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης λίγο αργότερα) πολιτικές εξελίξεις, το περιθωριακό πολιτικό περιβάλλον που φιλοξενούνταν μέχρι τότε στον ΛΑΟΣ, στην ολιγομελή Χρυσή Αυγή και σε ελάχιστες μικρότερες κινήσεις εκτοξεύτηκε στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής.

Πλέον ο εθνικιστικός χώρος είχε γίνει κεντρικός ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτικής καθημερινότητας. Αυτό σήμαινε ότι το σύστημα εξουσίας θα τον αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο. Έπρεπε να τον διασπάσει, να αλλοιώσει τις ιδεολογικές αρχές του μετατρέποντάς τον οριστικά σε μια ελεγχόμενη ουρά της καπιταλιστικής Δεξιάς και να υπονομεύσει τις μέχρι τότε παραδεδομένες αξίες του. Κι επειδή αυτό δεν γινόταν να επιτευχθεί απλά με μιντιακές επιθέσεις, με επιθετικές μαρξιστικές ρητορικές και με πολιτική αντιπαράθεση, το κύριο βάρος της εν λόγω προσπάθειας έπεσε στην χρήση των παλιών και νέων αχυρανθρώπων που θα εμφανίζονταν ως opinion leaders του ίδιου του εθνικιστικού χώρου και θα δρούσαν εντός των διευρυμένων πια πλαισίων του.

Η αρχή έγινε κάπου στα 2010-11 με τους Φώτη «εστιάτορα» και Περίανδρο. Το συγκεκριμένο ντουέτο δρούσε στο «βιβλιοπωλείο-χωρίς βιβλία» του κέντρου των Αθηνών, ξεκινώντας την συνεργασία του με μια συνεχιζόμενα επαναλαμβανόμενη ρητορική επίθεση κατά της Χρυσής Αυγής. Ασφαλώς, υπήρχαν πολλοί λόγοι για να ασκήσει κανείς κριτική στο τσίρκο του Νίκου Μιχαλολιάκου. Όμως οι λόγοι αυτοί λίγο ενδιέφεραν το ντουέτο. Εκείνο που κινούσε τις περισσότερες ενέργειές τους ήταν το προσωπικό μίσος τους για τον Μιχαλολιάκο λόγω παλιανθρωπικών συμπεριφορών που θεωρούσαν ότι είχε επιδείξει εναντίον τους στο παρελθόν.

Το μένος ατόμων του «χώρου», που είχαν προσωπικές φιλοδοξίες και αντιπαθούσαν την Χρυσή Αυγή, ήταν η καλύτερη γέφυρα για να περάσουν στον «χώρο» οι στρατηγικές της Νέας Δημοκρατίας επί προεδρίας Αντώνη Σαμαρά, που εκείνη την περίοδο θεωρούσε ότι της άνηκε το μεγάλο εκλογικό ποσοστό το οποίο έδειχνε να συγκεντρώνει η Χρυσή Αυγή. Έτσι, μέσα από ένα βιβλιοπωλείο που δεν είχε βιβλία για πώληση αλλά συγκέντρωνε, για αρκετούς μήνες, όλους τους απογοητευμένους από την ηγεσία τους χρυσαυγίτες μαζί με αρκετούς ακροδεξιούς αρθρογράφους και bloggers, με έναν εκδοτικό οίκο που έκανε χρόνια να κυκλοφορήσει την πρώτη του έκδοση, σε έναν χώρο που ενοικιαζόταν στο κεντρικότερο σημείο των Αθηνών (δίπλα στην πλατεία Συντάγματος) διαχειριζόμενος από άνεργους μεσήλικες, άνοιξε ο κρουνός της κατευθυνόμενης από την συστημική Δεξιά ρητορικής εντός του εθνικιστικού χώρου στην μεταμοντέρνα της εκδοχή.


Την πρώτη περίοδο το «εστιατόριο»-βιβλιοπωλείο, μέσα από τα social media που διαχειρίζονταν οι ιδιοκτήτες του, άρχισε ένα λιβελογραφικό σφυροκόπημα της Χρυσής Αυγής. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν στο πόδι καθημερινά, λόγω του κινήματος των Αγανακτισμένων, κι απαιτούσε το τέλος της μεταπολίτευσης και την οριστική ιστορική καταδίκη των κλεπτοκρατών πολιτικών απατεώνων της συστημικής Δεξιάς και της κεντροαριστεράς με έναν τρόπο που θα έδινε στον εθνικιστικό χώρο ευρεία δυναμική στο πολιτικό περιβάλλον της νέας εποχής, η παρέα του «εστιάτορα» επέλεγε να βομβαρδίζει το διευρυμένο εθνικιστικό κοινό που επηρέαζε με μονοθεματικό αντιχρυσαυγιτισμό. Το σχέδιο ήθελε μια φαινομενικά εύλογη αρχή. Η συνέχεια επιφύλαξε το πιο σοκαριστικό στριπτίζ.

Η πρώτη κλιμάκωση έγινε με αραιές, στην αρχή, αναρτήσεις κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που εκείνη την περίοδο είχε ρίξει όσο ποτέ άλλοτε τους αντιεθνικιστικούς τόνους και καλούσε σε αντιμνημονιακό μέτωπο όλους τους πολιτικούς χώρους, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η οργανωμένη antifa τον είχε στο στόχαστρο για κλείσιμο ματιού στους φασίστες. Όμως εκείνοι που ήθελαν να φορέσουν τον φερετζέ του πλέον αδιάλλακτου φασισμού χτυπούσαν πολιτικά τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ του Λαφαζάνη, της Κωνσταντοπούλου και των λοιπών γνωστών πολιτευτών εκείνης της περιόδου εξίσου σκληρά με την Χρυσή Αυγή, αφήνοντας στο απυρόβλητο την μνημονιακή Νέα Δημοκρατία. Οι πλέον αδιάλλακτοι φασίστες έγραψα; Λάθος. Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στο στόχαστρο του «εστιατορίου» και ο φασισμός!! Η προβοκάτσια περνούσε στα ενδότερα του πυρήνα της.   

Η πιο οργανωμένη παρέα που συγκεντρωνόταν στο «εστιατόριο» υπό την καθοδήγηση του «εστιάτορα» και του Περίανδρου ήταν αυτή των παιδιών που σήμερα αποκαλούμε «περιανδρικούς» και αριθμούν πια δυο ολιγομελείς ομάδες έχοντας ως αιχμή της ρητορικής τους την γνωστή τηλεοπτική εκπομπή στο διαδίκτυο. Εκείνη, όμως, την εποχή, ο πυρήνας των θαμώνων του «εστιατορίου» δεν περιοριζόταν σε αυτά τα παιδιά. Ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το «εστιατόριο» δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί ως φωλιά νεοδημοκρατικής προβοκάτσιας και ο εθνικιστικός χώρος δεν φημιζόταν για τους καλλιεργημένους πολιτικά ανθρώπους που φιλοξενούσε. Η συστημική Δεξιά έβλεπε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί αυτή την έλλειψη πολιτικής καλλιέργειας για να παρουσιάσει στους αυξανόμενους ραγδαία, εκείνα τα χρόνια, εθνικιστές ακροδεξιές ρέπλικες του αληθινού εθνικισμού, προκειμένου να τους ελέγχει από μια ασφαλή απόσταση και να τους απορροφήσει στην κατάλληλη μελλοντική στιγμή εφόσον αυτοί δεν θα είχαν γαλουχηθεί σε αληθινά εθνικιστικές ιδέες.

Το σχέδιο έδειχνε να αποδίδει κάποιους καρπούς στις πρώτες φάσεις και δεν άργησε να έρθει η ώρα της εμβάθυνσης. Σταδιακά δεν γίνονταν μόνο η Χρυσή Αυγή και ο ΣΥΡΙΖΑ στόχοι του «εστιατορίου» αλλά και αυτός ακόμη ο φασισμός με τον ριζοσπαστικά συντηρητικό εθνικισμό, συνοδευόμενοι από μια σειρά ιστορικών προσωπικοτήτων. Κάπου στα 2013-14 άρχισε η επίθεση «εστιατορίων και γκαρσονιών» στους Δραγούμη, Μεταξά, αδελφούς Στράσσερ, Έβολα, ιταλικό φασισμό, συντηρητική επανάσταση, Σίτσα Καραϊσκάκη, Ζαν Μαρί Λεπέν, Σαβίτρι Ντέβι, ακόμη και σε όσους από τους πατέρες των εθνικιστικών ιδεών του Ρομαντισμού είχαν πέσει στην αντίληψή τους. Όλοι και όλα τα παραπάνω υποτίθεται ότι αποτελούσαν κακές παραλλαγές της ιδέας και εκδοχές μπολσεβικισμού!! Οι αναλύσεις που οδηγούσαν σε τέτοια συμπεράσματα θα μπορούσαν να ακουστούν από θαμώνες εκπομπών της Αννίτας Πάνια και ανταγωνίζονταν στην κακοήθη αλλοίωση νοημάτων κείμενα της ΟΑΚΚΕ. Ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Έβολα, οι Στράσσερ, ο Χοσέ Αντόνιο αλλά και οι Σπένγκλερ, Κλάγκες, Γιούνγκερ, Φίχτε, όλοι κοντολογίς οι διανοητές της ιδεολογίας ήταν άχρηστοι ή προδότες και μικροί μπροστά στον «εστιάτορα», στον Περίανδρο και, κυρίως, στον «Άβαταρ» Χίτλερ. Αδιάφορο αν σύγκριναν πολιτικούς με διανοητές, αδιάφορο αν δεν είχαν διαβάσει κανέναν απ’ όσους απέρριπταν ουσιαστικά. Σημασία είχε να γαλουχηθεί το εθνικιστικό κοινό της χώρας με αυτές τις αντιλήψεις.

Όταν ρωτούσε κανείς εκείνους τους τύπους ποιους διανοητές αποδέχονταν, απαντούσαν επιλέγοντας (παραδόξως) πρόσωπα που είχαν ορθολογιστικά τεχνοκρατικό μορφωτικό υπόβαθρο και μια κάποια σύνδεση με την ελεύθερη αγορά ή με μηχανισμούς που συνδέονταν με την ευρωπαϊκή Δεξιά. Μπορεί ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Λεπέν, ο Ραούτι, ο Τύνταλ ή ακόμη και διανοητές όπως ο Φίχτε, ο Λαγκάρντ, ο Μπαρρές και ο Μύλλερ να ήταν άχρηστοι αλλά έπρεπε να γίνει αποδεκτός ο αριβίστας Καρλ Σμιτ, ο άσχετος με το πεδίο των πολιτικών ιδεολογιών (αλλά σίγουρα καταπληκτικός φιλόσοφος του πολέμου και ποιοτικά σκεπτόμενος) Κλαούζεβιτς, κάθε λοχίας των SS, κάποιος Βουλπιώτης και ορισμένοι ακόμη συνεργάτες των Γερμανών επί κατοχής στα πλαίσια του δοσιλογισμού. Μαζί με αυτούς, βέβαια, έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί και «φάροι» της πολιτικής ποιότητας και της ιστορικής επιτυχίας, όπως οι Στυλιανός Παττακός, Γιώργος Παπαδόπουλος, Μίμης Ιωαννίδης, καθώς και αξιωματικοί κάκιστης φήμης που αναγκάστηκε ο Χίτλερ να επιστρατεύσει από τις φυλακές όταν δεν έβρισκε άλλους στρατιώτες για να συνεχίσει τον αγώνα της χώρας του στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ακόμη πιο παράδοξο; Ανάμεσα στους αποδεκτούς από το «εστιατόριο» άρχισε να αχνοφαίνεται ότι θα ήταν και ορισμένοι πολιτικοί της φιλελεύθερης παράταξης, όπως οι Παύλος Γύπαρης και Ελευθέριος Βενιζέλος (ο τελευταίος υπό όρους, για να μην καρφωθούν εντελώς)!!!


Όλα αυτά, επαναλαμβάνω, την περίοδο που ένα μεγάλο εκλογικό κομμάτι της κοινωνίας στρεφόταν στον εθνικιστικό χώρο για να βρει απαντήσεις στα προβλήματα της ζωής του, τα οποία προκαλούσε η φιλελεύθερη πολιτικο-οικονομική μνημονιακή λαίλαπα. Στα αιτήματα του κόσμου που αναζητούσε λύσεις μέσα από τον εθνικισμό η ατζέντα που διαμόρφωναν οι αχυράνθρωποι εντός του εθνικιστικού χώρου ήθελε ρητορική αντιχρυσαυγιτική, αντιφασιστική, μακαρθικά αντικομμουνιστική, αντιδραγουμική, αντιμεταξική, αντιεβολιανή, αντιεθνικιστική(!!), αντισοσιαλιστική αλλά και δαρβινιστική, απριλιανή και δοσιλογική. Ο εθνικιστικός χώρος θα εξευτελιζόταν στα μάτια όσων τον έβλεπαν ως πιθανή λύτρωση από τα προβλήματά τους, θα αναγκαζόταν να υποστεί διασπάσεις που αναμενόταν να προκαλούσαν αυτές οι γελοιότητες και, ταυτόχρονα, ένας αριθμός αρρωστημένων μυαλών που θα έμεναν στον χώρο υιοθετώντας τις παρανοϊκές κρυφοφιλελεύθερες προβοκάτσιες θα ήταν άριστα εκπαιδευμένος να επιστρέψει εκλογικά στην συστημική Δεξιά, ως περιθωριακό ακραίο της κομμάτι, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Η δουλειά για την μνημονιακή παράταξη γινόταν μια χαρά.   

Μόνο που ο Σαμαράς, παρότι πρόλαβε να ισοπεδώσει επικοινωνιακά τον εθνικιστικό χώρο και να ενοχοποιήσει ξανά την εθνικιστική ιδεολογία με αφορμή την ανοησία των χρυσαυγιτών, δεν κατάφερε να δρέψει εκλογικά τους καρπούς τέτοιων κινήσεων. Έχασε γρήγορα την πρωθυπουργία και στην κυβέρνηση βρέθηκε ο Τσίπρας με τον Καμμένο. Η Χρυσή Αυγή είχε μπει στον δρόμο χωρίς επιστροφή και απλώς κυλούσε αργά προς τον τελικό προορισμό που της είχε επιφυλάξει το σύστημα εξουσίας. Η πρώτη χοντρή δουλειά είχε γίνει με επιτυχία. Ωστόσο, υπήρχε και συνέχεια. Ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι σε εκείνο το ρευστοποιημένο πολιτικό περιβάλλον, με τους πολίτες στα κάγκελα, σε συνθήκες σκληρής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν θα ξεπηδούσε ένα νέο ανεξάρτητο εθνικιστικό κίνημα στην θέση της Χρυσής Αυγής; Ο εθνικιστικός χώρος έπρεπε να χτυπηθεί στην ρίζα του. Και ρίζα ήταν οι ιδέες και οι αξίες οι οποίες τον συγκροτούσαν, όχι το ανεπαρκές από κάθε άποψη κόμμα του Μιχαλολιάκου.

Συνεπώς, τα «εστιατόρια» είχαν ακόμη πολλή δουλειά. Το μεγάλο τους αφεντικό δεν ήταν η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά αλλά συνολικά το σύστημα του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού εκπεφρασμένο από την Ε.Ε, τις ΗΠΑ και το διεθνές εβραϊκό κεφάλαιο με τις μυστικές τους υπηρεσίες. Η δράση των «εστιατορίων» συνεχίστηκε μέσα από διαφορετικούς επιμέρους πυρήνες. Πώς συνέβη αυτό; Χρησιμοποίησα τον πληθυντικό όχι τυχαία. Κάπου εκεί, στα 2013-14, ο Περίανδρος αποχώρησε από το αρχικό «εστιατόριο», με αποτέλεσμα να τον ακολουθήσουν όσοι σήμερα αποκαλούνται «περιανδρικοί». Το αρχικό «εστιατόριο» πέρασε σταδιακά σε παρακμή, υποστηρίζοντας σχιζοφρενικές παρα-μασονικές θεωρίες που ήθελαν τον Χίτλερ να ήταν μια ενσαρκωμένη θεότητα η οποία θα επέστρεφε σε κάποια δευτέρα παρουσία της και τα ρέστα. Ωστόσο, οι «περιανδρικοί» άρχισαν να δραστηριοποιούνται αυτονομημένοι σε πιο νεολαιίστικα περιβάλλοντα, συνεχίζοντας να αναπαράγουν όχι ασφαλώς τις παρανοϊκές ιδέες περί θεού Χίτλερ και δευτέρας παρουσίας μα τις κύριες αποδομιστικές (για να το γράψω με μεταμοντέρνους όρους) γραμμές προπαγάνδας, τις οποίες είχαν διδαχθεί στο αρχικό «εστιατόριο». Ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, οι Στράσσερ και πολλοί άλλοι ήταν μπολσεβίκοι και όχι εθνικιστές!! Η Ρωσία του Πούτιν είναι και αυτή κομμουνιστική. Οι Ρώσοι δεν είναι λευκοί Ευρωπαίοι αλλά μελαμψοί Μογγόλοι. Οι Εβραίοι παραμένουν ο κύριος πυλώνας του στρατοπέδου των πολιτικών μας αντιπάλων αλλά εμείς καλό θα ήταν να διατηρούμε μια ευμενή προς αυτούς ουδετερότητα όταν ξεσπούν συγκρούσεις του Ισραήλ με τους Πέρσες ή με αραβικούς λαούς.

Οι «εστιάτορες» και τα «γκαρσόνια» μπορεί να σερβίριζαν αντιεβραϊκές ατάκες από δαρβινιστικές θεωρίες που είχαν ξεπεραστεί επιστημολογικά πριν έναν αιώνα αλλά δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν κάτι εναντίον του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου. Όσον αφορά τις ΗΠΑ μπορεί οι «σερβιτόροι» να έλεγαν ότι είχαν παρακμάσει λόγω της επικρατούσας ελίτ τους αλλά, ταυτόχρονα, συμπλήρωναν ότι σε κάποιο -μη ακριβώς προσδιορισμένο παρελθόν- αποτελούσαν τάχα ένα κράτος εργατικών, λευκών ανθρώπων, που είχε οικοδομηθεί με αξίες και ιδανικά (αν ήταν φιλελεύθερα τα ιδανικά, πολυεθνικό το κράτος και συνεχώς δεμένο στο άρμα του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου, μάλλον δεν ενδιέφερε τους «εστιάτορες», προείχε η λευκή ομοεθνία του πολυεθνικού μωσαϊκού του).

Αυτές οι αντιλήψεις συναντήθηκαν σε τηλεοπτικά διαδικτυακά κανάλια με παρόμοια συμπεράσματα αρθρογράφων του Στόχου και ανθρώπων του περιβάλλοντος Κώστα Πλεύρη. Γνωστός ακροδεξιός «κλόουν» που αρθρογραφούσε στον Στόχο, ήταν στενός φίλος του Κώστα Πλεύρη και είχε διωχθεί βιαίως από τον Νίκο Μιχαλολιάκο και μέλη του Ελληνικού Μετώπου (!!) σε αντίστοιχες εκδηλώσεις κατά το παρελθόν επειδή εμφανίστηκε φορώντας την αμερικανική σημαία σε γραβάτα, αναπαρήγαγε εντατικά τις θεωρίες που ήθελαν τον Ίωνα Δραγούμη να ήταν μπολσεβίκος και τον Μεταξά κρυφοκομμουνιστής (ή φιλότουρκος, μπερδεύτηκα). Πλεύρης, περιανδρικοί, αρθρογράφοι του Στόχου και «εστιατόριο», παρά τις επιμέρους διαφορές στις προσεγγίσεις τους, άρχισαν να συγκλίνουν σε κάποια σημεία, με κύριο σημείο αυτής της σύγκλισης το δημοψήφισμα του 2015.

Ο Τσίπρας έδινε την τελευταία του μεγάλη παράσταση πολιτικής απάτης πριν περάσει οριστικά στο μνημονιακό στρατόπεδο και ο Σαμαράς έπαιζε την τελευταία του παρτίδα ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, ελπίζοντας σε μια ήττα της πρότασης του Τσίπρα στο επερχόμενο δημοψήφισμα. Στην προδημοψηφισματική εκστρατεία το επιτελείο του Σαμαρά χρησιμοποίησε, ανάμεσα στα δικά του, πολλά από τα επιχειρήματα των «πλεύρηδων» και των «εστιατορίων». Αν ψηφίζαμε κατά του μνημονίου θα βγαίναμε από την χρυσή αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα χαίρονταν οι κομμουνιστές, οι Ρώσοι θα μας καταλάμβαναν (ενώ τώρα που μας έχουν καταλάβει οι «άριες» ΗΠΑ και η Ε.Ε. είναι εντάξει η κατάσταση), θα γυρνούσαμε στην δραχμή (την νομισματική μας εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή) και θα καταστρεφόμασταν από τον πληθωρισμό (ενώ τώρα με το ευρώ έχουμε στασιμοπληθωρισμό, χωρίς λεφτά στην τσέπη), θα αποβαλλόμασταν από την Ευρώπη(!!) και θα γινόμασταν τριτοκοσμική χώρα. Ευτυχώς, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν αυτό που έπρεπε αλλά οι μοχλοί της Δεξιάς μέσα στον εθνικιστικό χώρο δεν σταμάτησαν την απόπειρα αποδόμησης της ιδεολογίας μας και αλλοίωσης του πολιτικού μας χώρου.


Η αποκαθήλωση του Σαμαρά συνοδεύτηκε από την άνοδο στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας του φιλελεύθερου καραμανλικού Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Όσον κι αν φαίνεται παράξενο ακόμη και αυτός βρήκε υποστηρικτές μέσα στον εθνικιστικό χώρο!! Εκδότης και ιδιοκτήτης γνωστού διαδικτυακού τηλεοπτικού καναλιού, που σήμερα λανσάρεται ως ανοιχτό σε όλες τις τάσεις του χώρου, έλεγε στους πελάτες του εκείνη την περίοδο ότι έπρεπε να νικήσει ο Μεϊμαράκης στις επερχόμενες εθνικές εκλογές τον Τσίπρα για το καλό της πατρίδας. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι καραμανλικοί ήταν αρκετά elegan για να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με τους αχυρανθρώπους της άκρας Δεξιάς. Για αυτό, παραδοσιακά, οι τελευταίοι τους αποκαλούν υποτιμητικά (τι άλλο;) κομμουνιστές.

Όμως ο Μεϊμαράκης δεν μακροημέρευσε στην ηγεσία της δεξιάς παράταξης. Οι καραμανλικοί δεν ήταν φανατικοί θιασώτες των μνημονίων (οι κύριες εφημερίδες τους, Δημοκρατία και Εστία, έκαναν μάλιστα αγώνα εναντίον των μνημονίων και εντάσσονταν στο «λαϊκιστικό» μέτωπο). Το διεθνές εβραϊκό κατεστημένο δεν ήθελε τέτοιους πολιτικούς εκείνη την περίοδο. Έτσι, με εσωκομματικές εκλογικές απάτες και αλχημείες, ο Μεϊμαράκης έχασε την ηγεσία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αν και στον πρώτο γύρο τον είχε νικήσει με διαφορά. Ποιοι ήταν εκείνοι που στήριξαν την υποψηφιότητα Μητσοτάκη; Ασφαλώς, ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του (Βορίδης, Γεωργιάδης κλπ), μαζί με τους Γκλίξμπουργκ (που τότε συνδέονταν και με τον τρίτο υποψήφιο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας, Τζιτζικώστα). Κι αν με τον έκπτωτο βασιλιά η οικογένεια Μητσοτάκη διατηρούσε παραδοσιακά καλές σχέσεις, το παλιό μίσος ανάμεσα σε Σαμαρά και οικογένεια Μητσοτάκη ξεχάστηκε εμπρός στην κοινή τους λατρεία για το εβραϊκό κατεστημένο, τον εκσυγχρονισμό (του Κώστα Σημίτη) και την νεοφιλελεύθερη μνημονιακή τους λύσσα. Τα «εστιατόρια» και τα «γκαρσόνια» είχαν βρει, πλέον, νέο πόλο έλξης στον πυρήνα της συστημικής Δεξιάς.

Κώστας Πλεύρης, περιανδρικοί, Χατζηκλόουν του (παραδοσιακά σαμαρικού) Στόχου και άλλοι παρομοίων αντιλήψεων έγιναν αστέρες του τηλεοπτικού διαδικτύου από το 2015 μέχρι το 2019. Την ίδια εποχή η Χρυσή Αυγή βολόδερνε, με την βουλευτική της ομάδα είτε προφυλακισμένη είτε μόλις αποφυλακισμένη εν αναμονή του δικαστηρίου, αλλά κρατούσε ένα σημαντικό εκλογικό ποσοστό. Αδυνατούσε, όμως, να αρθρώσει πολιτικό λόγο ικανό να αποτελέσει ανάχωμα στις προβοκάτσιες των «εστιατορίων» της Δεξιάς ή να προσφέρει διέξοδο στα προβλήματα του μέσου ψηφοφόρου της. Όταν ο Σαμαράς της διέκοψε τους ακτιβισμούς η Χρυσή Αυγή έπαψε να έχει την δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Όλα είχαν τελειώσει και απλώς ο χρόνος θα έφερνε το τελικό χτύπημα για ένα κόμμα που μπορούσε να κάνει μόνο φασαριόζικο ακτιβισμό της καγκουριάς. Η εποχή των Αγανακτισμένων και των λαϊκών δικαστηρίων περνούσε. Ο εθνικιστικός χώρος χρειαζόταν νέα και προσαρμοσμένα στις καινούργιες συνθήκες επικοινωνιακά εργαλεία.

Αντί για αυτά είχε τους αποδομιστές προβοκάτορες των «εστιατορίων» από την μια να μιλάνε για τον «κομμουνιστή Μεταξά», τον «μπολσεβίκο Δραγούμη» και τους «Ρωσομογγόλους μεταπολεμικούς εθνικιστές» που έπρεπε να πεταχτούν στην αφάνεια συκοφαντημένοι και από την άλλη τους απογοητευμένους χρυσαυγίτες που ήθελαν να κάνει ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος στροφή προς την νεοδεξιά alt right και να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Όρμπαν, του Σαλβίνι και αργότερα του Τραμπ. Ενώ οι opinion leaders του εθνικιστικού χώρου διαπληκτίζονταν για το ποιος θα αφομοίωνε περισσότερες καπιταλιστικά φιλελεύθερες νεοδεξιές παρλάτες, τα «εστιατόρια» άρχισαν να λαμβάνουν βοήθεια και από άλλα πολιτικά περιβάλλοντα.

Ο «ιππέας μας», μην αντέχοντας να μείνει έξω από το πανηγύρι της κυπατζίδικης (ακρο) Δεξιάς που δηλητηρίαζε τον εθνικιστικό χώρο, επέστρεψε με ένα ιστολόγιο που διεκδικούσε το βραβείο της έσχατης ομονοιακής κωμικοτραγικής γελοιότητας, ανατρέποντας ορισμένες μέχρι πρότινος παραδοχές του και περνώντας στα πλέον hard core menu. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή είχα συναντήσει έναν από τους ιδρυτές της Χρυσής Αυγής και παλιό ΕΝΕΚίτη, που διατηρούσε καφενείο στην Καλλιθέα και με είχε ενημερώσει ότι ο Αριστοτέλης άνοιξε πολιτικό ιστολόγιο. «Επιτέλους, θέλω να τον δω να συζητά πολιτικά πέρα από τις ρουφιανιές στο indymedia, τις αναρτήσεις για τα άλογα και τις καυστικές κριτικές προς τους υπόλοιπους παλιούς, θέλω να δω τι πραγματικά πιστεύει για τα προβλήματα της εποχής μας», είχα απαντήσει. Τολμώ να αποκαλύψω ότι είχα μια υπόνοια μήπως έγραφε και κάτι όχι παρμένο από τα menu της εποχής. Έπρεπε να είχα θυμηθεί το παλιό ρητό «μην εύχεσαι να συμβεί κάτι που δεν γνωρίζεις καλά».

Αυτό που διαπίστωσα επισκεπτόμενος το ιστολόγιο ήταν απερίγραπτο. Δεν ήταν μόνο ότι ο Τέλης συμφωνούσε με τους τσάτσους της Δεξιάς που θεωρούσαν τους μεγάλους διαμορφωτές των ιδεών μας σκουπίδια και τον (άλλοτε σημαντικό αντιδημοκράτη, κατά τον ίδιο) Ιωάννη Μεταξά Αγγλόδουλο. Ο Τέλης είχε ξεχειλώσει την προβοκάτσια σε επίπεδα «Ερωτοδικείου». Υποστήριζε (ασφαλώς, συνθηματολογικά και χωρίς καμία ουσιαστική γνώση) ότι ο Φλαμεράγιερ είχε δίκιο και πώς οι νεοέλληνες είμαστε νόθοι, ότι ο Παπαρρηγόπουλος ήταν άνθρωπος του Πατριαρχείου (ασχέτως αν έφτασε λίγο πριν τον αφορισμό από εκείνο λόγω των εθνικιστικών ρομαντικών ιδεών του), ότι δεν υπήρχε μεσαιωνικός ελληνισμός, ότι δεν υπήρχε καμία ενότητα στον χρόνο για το ελληνικό έθνος, ότι μόνο αυτός και οι έχοντας τα ίδια γούστα με εκείνον ήταν γνήσιοι Έλληνες κι άλλα τέτοια ωραία, συνοδευόμενα από σχόλια απροσμέτρητης σεξοδιαστροφικής χυδαιόττας, φωτογραφίες αντρικών γλουτών και ακατάσχετη πολιτική διαστροφή ομονοιακής πιάτσας.  

Αλλά και περιβάλλοντα της λεγόμενης «τρίτης θέσης», με αφορμή το ουκρανικό, ενώ στην πρώτη τους ανάρτηση επί του θέματος έθεταν το εύλογο ερώτημα πού αποσκοπούσε η μακαρθική ρωσοφοβία η οποία απλωνόταν στον εθνικιστικό χώρο, μέσα σε λίγες μέρες πέρασαν σε μια εντελώς διαφορετική γραμμή, φέρνοντας το ουκρανικό στο επίκεντρο των συζητήσεων του χώρου και υποστηρίζοντας μια φανατική αντι-ιστορική και εμμονικά αντιρωσική γραμμή. Όταν συζητούσαμε για την εν λόγω επιλογή η μόνιμη απάντηση ήταν «αυτή είναι η θέση και των Ιταλών συναγωνιστών». Εννοούσαν (και) αυτούς που πριν λίγες μέρες αντάλλαξαν τηλεγραφήματα με την αμερικανική πρεσβεία της Ρώμης. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλος ο πέραν της Χρυσής Αυγής χώρος έδειχνε να συντονίζεται, λιγότερο ή περισσότερο, με επιλογές και ιδέες αρεστές στην φιλελεύθερη Δεξιά.

Έτσι, με την ούτως ή άλλως πολιτικά αστοιχείωτη Χρυσή Αυγή μεταξύ κελιού και τελικής πτώσης και με έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων να αναζητά ακόμη στον εθνικιστικό χώρο απαντήσεις στα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής κρίσης, το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Ο μέσος Έλληνας αναζητούσε εθνικιστική λύση σε μια από τις σοβαρότερες εν Ελλάδι κρίσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και λάμβανε απαντήσεις που τον ήθελαν να μην ήταν Έλληνας γιατί ο Φαλμεράγιερ είχε δίκιο, να ελέγξει στον καθρέφτη αν η μύτη του ήταν γρυπή και σε πόση απόσταση βρίσκονταν τα ζυγωματικά από το στόμα του, να μάθει ότι άντρες που διαμόρφωσαν τις αυθεντικές εθνικιστικές ιδέες και έδωσαν την ζωή τους για αυτές -όπως ο Ίωνας Δραγούμης- ήταν τελικά μπολσεβίκοι, να μην γιορτάζει την 28η Οκτωβρίου γιατί ο Μεταξάς δεν ήταν εθνικιστής αλλά την μια βουλγαροτσολιάς και την άλλη όργανο των Άγγλων, να εξυμνήσει προπάτορες της σημερινής Δεξιάς και του φιλελεύθερου κέντρου όπως ο Βενιζέλος και ο Γύπαρης(!!), να χαρεί που τα μνημόνια τον έριχναν στην φτώχεια για τα επόμενα τριάντα χρόνια γιατί χάρη σ’ αυτά είχε σωθεί ο «άριος ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας και το ευρώ από τις βλέψεις του Μογγόλου Πούτιν, σε τελική ανάλυση να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι αν και η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σκότωνε το έθνος και τις ζωές μας τουλάχιστον δεν επέτρεπε να καταλάβουν την χώρα οι κομμουνιστές.


Τα χρόνια πέρασαν, η Χρυσή Αυγή τιμωρήθηκε ως εγκληματική συμμορία, ο μέσος απογοητευμένος Έλληνας αισθάνθηκε μόνος και αβοήθητος μετά την στυγνή προδοσία της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ και την καταβαράθρωση της όποιας εναλλακτικής του προσέφερε η Χρυσή Αυγή, αποδέχτηκε την μοίρα του και πέρασε στην αποχή από τις κάλπες. Το σύστημα Μητσοτάκη, όμως, χρειαζόταν τον έλεγχο του εθνικιστικού χώρου για να μην χάσει την οριακή εκλογική αυτοδυναμία και να στείλει οριστικά τους χρυσαυγίτες πολιτευτές στην φυλακή. Έτσι, η δουλειά των «γκαρσονιών» έπρεπε να συνεχιστεί. Έτσι, ο Κώστας Πλεύρης έπρεπε να αναγνωρίσει τον Μητσοτάκη ως ηγέτη (σε αντίθεση με τον λαοπλάνο Τσίπρα) και να τον συγχαρεί για την στρατιωτική συμμαχία της μιας αγοράς (εκ μέρους μας) με την Γαλλία του Μακρόν(!!). Έτσι, οι φίλοι του Πλεύρη από τον Στόχο, φορώντας πάλι την αμερικανική σημαία σε γραβάτα, έπρεπε να συνεχίσουν να υποστηρίζουν μια «ανανέωση» των ιδεών του χώρου που θα απομακρυνόταν οριστικά από το βάρος των «δραγούμηδων και των μεταξάδων» (κατά δική τους έκφραση) τους οποίους ο Πλεύρης, όμως, εξακολουθούσε να υμνεί (θα μας τρελάνετε, οέο). Έτσι, οι περιανδρικοί έπρεπε να συνεχίσουν να αναπαράγουν τα menu του «εστιατορίου», την ίδια ώρα που στην υποτιθέμενα απέναντι όχθη οι κύκλοι των νεοδεξιών εργάζονταν για μια μετατροπή του εθνικιστικού χώρου σε τραμπικό, λαϊκιστικό, φιλελεύθερο τσίρκο.

Κάπου στο βάθος όλες αυτές οι φαινομενικά διαφορετικές αφηγήσεις εφάπτονταν. Όλες επιζητούσαν έναν εκσυγχρονισμό του εθνικιστικού χώρου. Όλες επιθυμούσαν αντί να αλλάξουν τα ανίκανα πρόσωπα που τον χαντάκωσαν επί δεκαετίες να παραμείνουν αυτά αλλά να αλλάξουν οι εθνικιστικές ιδέες και αξίες. Όλες, κάτω από την επιφανειακή συνθηματολογία, έβρισκαν κάποια αφορμή για να προκρίνουν την αναπαραγωγή του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού και την πολιτική σύνδεση με την Δεξιά. Ακόμη και με το πρόσχημα ότι ο Χίτλερ μπορεί και να μην ήταν αρνητικός στην χρήση του όρου «φιλελευθερισμός». Ανανέωση με χιτλερισμό ή με απριλιανούς και εκσυγχρονισμός με δαρβινισμό!! Και στην γωνία Χατζηκλόουν με αμερικανική σημαία σε γραβάτα να ευχαριστεί τις ΗΠΑ επειδή «έσωσαν» την χώρα απ’ τους κομμουνιστές. Ούτε και στο πιο αλλόκοτο μεταμοντέρνο όνειρο δεν θα γινόταν πιστευτή αυτή η μακαρθική μαύρη κωμωδία.

Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να γραφτεί κάτι παραπάνω για τα «εστιατόρια» που κάνουν το βρώμικο παιχνίδι της Δεξιάς εντός του εθνικιστικού χώρου. Μιας και είναι 28η Οκτωβρίου θα κλείσω με μερικές αράδες για το πώς προσπαθούν να αποδομήσουν τον Ιωάννη Μεταξά. Μας λένε, λοιπόν, σχεδόν όλοι οι προαναφερθέντες κύριοι και κυρίες, ότι ο Μεταξάς ήταν προδότης και άνθρωπος των Άγγλων, «μεταξοσκώληκας» και υπηρέτης του παλατιού, ότι προετοίμασε την Ελλάδα για πόλεμο εναντίον των εθνικιστικών κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Ιταλίας προκειμένου να εξυπηρετήσει τα αγγλοεβραϊκά συμφέροντα, ότι ήταν τέκτονας και πολλά ακόμη συναφή. Στην ουσία παρακάμπτουν όσο μπορούν το ιδεολογικό υπόβαθρο του Μεταξά, που ήταν φιλικό προς τον εθνικοσοσιαλισμό, και μεταφέρουν την συζήτηση στο γεωπολιτικό πεδίο, κατηγορώντας τον γιατί δεν στρατεύτηκε με το μέρος των δυνάμεων του Άξονα.


Αρχικά, κάνοντάς τους την χάρη να μείνουμε στο γεωπολιτικό επίπεδο, θα τους θυμίσουμε ότι η χώρα μας βρισκόταν σε μόνιμο ανταγωνισμό με την Ιταλία από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την πτώση του φασισμού. Οι Ιταλοί ήταν από τους πρώτους που υπονόμευσαν την μικρασιατική εκστρατεία και συνέχισαν να βλέπουν την Ελλάδα ανταγωνιστικά όσο είχαν ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Εύλογο ήταν, κατείχαν τα Δωδεκάνησα, τα οποία πολύ εύστοχα ο Μεταξάς πρόβλεψε ότι θα παίρναμε πίσω αν το ιταλικό ιμπεριαλιστικό όραμα αποδυναμωνόταν.

Μάλλον δικαιώνει τον Μεταξά η επικέντρωση της συζήτησης στο γεωπολιτικό πεδίο. Αλλά ας την επεκτείνουμε και στο ιδεολογικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει πιο πολύ. Κατηγορούν όλοι αυτοί οι τύποι τον Μεταξά ότι εξυπηρέτησε τα συμφέροντα του αγγλικού και του εβραϊκού παράγοντα, ότι έπαιξε το παιχνίδι του δυτικού φιλελεύθερου καπιταλισμού, ότι παρέδωσε την ελληνική κοινωνία στους ύπουλους σχεδιασμούς των Άγγλων που εκβίαζαν την Ελλάδα να βγει στον πόλεμο χωρίς καμία εγγύηση για να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο στους Γερμανούς. Ας τα δεχτούμε όλα αυτά για την οικονομία της συζήτησης. Ας υποθέσουμε ότι πράγματι ισχύουν τα παραπάνω στο ακέραιο.

Τότε, όμως, όλοι αυτοί πρέπει να μας απαντήσουν γιατί αποτιμούν θετικά την στάση του Βενιζέλου, του Γύπαρη και των λοιπών φιλελεύθερων, τεκτόνων, κατσαπλιάδων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον Πρώτο Παγκόσμιο οι δυτικοί χρησιμοποίησαν τον Βενιζέλο απροκάλυπτα σαν όργανό τους προκειμένου να βγάλουν την Ελλάδα στον πόλεμο χωρίς καμία εγγύηση. Ο Βενιζέλος υιοθέτησε τα δυτικά θέλω με το επιχείρημα ότι η χώρα έπρεπε να σταθεί στο πλευρό των δυνάμεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας εναντίον του γερμανικού αυταρχισμού. Μάλιστα, προς το τέλος του πολέμου, δήλωσε στους Γάλλους «δεν διεκδικούμε τίποτα, μας αρκεί να πολεμήσουμε στο πλευρό σας».

Πώς γίνεται στην αποδεδειγμένη περίπτωση χρήσης του Βενιζέλου ως οργάνου από τις δυνάμεις του δυτικού, εβραϊκού (κατά την δική τους προσφιλή ορολογία) καπιταλισμού, προκειμένου να συρθεί η ελληνική κοινωνία σε έναν πόλεμο που δεν ήθελε, χωρίς καμία ουσιαστική εγγύηση παρά μόνο με εκφράσεις καλών προθέσεων, να βλέπουν οι «σερβιτόροι» κάτι θετικό (με πρόφαση την ενσωμάτωση επιμέρους αλύτρωτων εδαφών) ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση του ιδεολογικά εγγύτερου Μεταξά να βλέπουν «μεταξοσκώληκες» και στοές; Πώς γίνεται να φορτώνουν τον Μεταξά με το κατηγορώ του δυτικόδουλου όταν οι ίδιοι θεωρούν εκφραστές μιας πτυχής της εθνικιστικής ιδέας (δική τους δήλωση) καρνάβαλους που φορούν την αμερικανική σημαία σε γραβάτα; 

Δεν θα δοθούν ποτέ σοβαρές απαντήσεις σε αυτά τα θέματα. Γιατί δεν υπάρχει σοβαρή συζήτηση με βάση την προβοκάτσια και με καρνάβαλους της Δεξιάς ντυμένους με αμερικανικές σημαίες. Δεν θα δοθεί ποτέ ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα γιατί οι γερμανόφιλοι Έλληνες που σχεδίασαν ακόμη και την δολοφονία του Μεταξά, προκειμένου να μην προκληθεί πόλεμος της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, ήταν όλοι μέλη του κόμματός του από την δεκαετία του ΄20 (ήταν άραγε κι αυτοί υπέρ των αγγλικών συμφερόντων την δεκαετία του ’20;). Δεν θα δοθεί ποτέ απάντηση γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης προσπάθησε να βρει συμβιβαστική λύση ακόμη και στο άθλιο τελεσίγραφο πολέμου που του παρέδωσε ο Ιταλός πρέσβης. Δεν θα δοθεί ποτέ ουσιαστική απάντηση στο αν ο Μεταξάς ήταν συνεπής με την πάγια ελληνική εθνικιστική θέση της ουδετερότητας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκούν για όλους αυτούς βιταλιστικά συνθήματα παλαιάς κοπής περί του «πολεμικού βιώματος» που υποτίθεται εξέφρασε ο νταβατζής της Ομόνοιας Γύπαρης στον Μακεδονικό Αγώνα. Αλλά ξεχνούν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν έκφραση του «ελληνοθωμανισμού», που πληρώθηκε και οργανώθηκε από την οικογένεια Δραγούμη. Μέχρι να το αντιληφθούν και να διαβάσουν την σχετική με τις τρεις εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας βιβλιογραφία, εμείς ευχόμαστε χρόνια πολλά στο έθνος μας. Τα ΟΧΙ θέλουν ρομαντικούς.

                       Othmar Spann: Ένας νεορομαντικός παραδοσιοκράτης

                                                                            του Λούσιαν Τούντορ (μετάφραση Αχιλλέας)

Ο Οθμάρ Σπαν ήταν Αυστριακός φιλόσοφος που άσκησε καθοριστική επιρροή στη γερμανική συντηρητική και παραδοσιοκρατική σκέψη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του πνευματικού κινήματος γνωστού ως «Συντηρητική Επανάσταση». Ο Σπαν διετέλεσε καθηγητής Οικονομικών και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου δίδασκε όχι μόνο κοινωνική και οικονομική θεωρία, αλλά επηρέαζε ταυτόχρονα πολλούς φοιτητές με την ανάλυση της κοσμοθεωρίας κατά την διάρκεια των διαλέξεών του. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια μεγάλη ομάδα οπαδών, γνωστή ως Spannkreis («Κύκλος του Σπαν»), η οποία επιχείρησε να επηρεάσει πολιτικούς δεκτικούς στη «σπανική» φιλοσοφία, προκειμένου να πραγματώσουν τους στόχους της.[[i]]


Ο ίδιος ο Σπαν επηρεάστηκε από πολλούς φιλοσόφους διαφορετικών εποχών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, ο Φραντς φον Μπαάντερ – και κυρίως από τη γερμανική ρομαντική σκέψη του Άνταμ Μύλλερ. Ο Σπαν αποκαλούσε τη δική του κοσμοθεωρία «Θεωρία του Καθολικού Όλου» (Universalismus), έναν όρο που δεν πρέπει να συγχέουμε με τις «κοσμοπολιτισμό»: ο πρώτος έχει εθνικιστικό χαρακτήρα και αναγνωρίζει την αξία της ιδιαιτερότητας, ενώ ο δεύτερος εδράζεται στην μη-ιδιαιτερότητα ή ακόμη και στην αντί-ιδιαιτερότητα. Ο όρος του Σπαν προέρχεται από τη ρίζα της «καθολικότητας», με τη φιλοσοφική έννοια της ολότητας που υπερέχει των μερών, και συνδέεται με έννοιες όπως η συλλογικότητα, η ολοκλήρωση και το σύνολο.[[ii]] Η θεωρία του Καθολικού Όλου του Σπαν αναπτύχθηκε σε μια σειρά έργων, με σημαντικότερο το Der wahre Staat («Το Αληθινό Κράτος»). Ουσιαστικά, η θεωρία αυτή τόνιζε την αξία του έθνους και της κοινωνικής ολότητας σε αντίθεση με το άτομο, καθώς και την αξία των θρησκευτικών (κυρίως καθολικών) αξιών σε αντίθεση με τις υλιστικές, ενώ υποστήριζε το πρότυπο ενός μη δημοκρατικού, ιεραρχικού και κορπορατιστικού (συντεχνιακού) κράτους ως τη μόνη πραγματικά έγκυρη μορφή πολιτειακής συγκρότησης.

Η Κοινωνική Θεωρία

Ο Σπαν δήλωνε: «Είναι θεμελιώδης αρχή όλων των κοινωνικών επιστημών ότι τα άτομα δεν υφίστανται, αλλά ότι υπάρχει μόνον το όλον· και ότι τα άτομα καθίστανται πραγματικά και αποκτούν ύπαρξη μόνο στον βαθμό που είναι μέλη του όλου».[[iii]] Αυτή η αντίληψη, που βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνιολογίας του Σπαν, δεν αρνείται την ύπαρξη του ατόμου μεν, αλλά απορρίπτει πλήρως τον ατομικισμό δε, δηλαδή την ιδεολογία που αρνείται την ύπαρξη και τη σημασία υπερ-ατομικών πραγματικοτήτων. Η κλασική φιλελεύθερη θεωρία, η οποία ήταν ατομικιστική, υιοθετούσε μια «ατομιστική» θεώρηση του ανθρώπου και θεωρούσε ότι μόνον το άτομο είναι υπαρκτό — άτομα, δηλαδή, όπου ουσιαστικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους και παρέμεναν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Επιπλέον, υποστήριζε ότι η κοινωνία υπάρχει μόνο ως μία εργαλειακή ένωση, η οποία με την σειρά της ήταν προϊόν ενός «κοινωνικού συμβολαίου». Αντίθετα, οι κοινωνιολογικές μελέτες έχουν διαψεύσει αυτή τη θεωρία, δείχνοντας ότι το όλον (η κοινωνία) δεν είναι ποτέ απλώς το άθροισμα των μερών της και ότι τα άτομα συνδέονται με φυσικό τρόπο μεταξύ τους μέσω ψυχικών δεσμών. Αυτή ήταν και η θέση του Σπαν, αν και δοσμένη με έναν ιδιαίτερο και συστηματικό τρόπο.[[iv]]

Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του ατομικισμού φαίνεται επιφανειακά ορθή σε πολλούς, μια βαθύτερη εξέταση αποδεικνύει ότι είναι εντελώς λανθασμένη. Τα άτομα ποτέ δεν ενεργούν απολύτως ανεξάρτητα, καθώς η συμπεριφορά τους καθορίζεται πάντοτε — ή έστω εν μέρει — από την κοινωνία στην οποία ζουν, καθώς και από τους οργανικούς, μη εργαλειακούς και μη συμβατικούς δεσμούς τους, με τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Ο Σπαν έγραφε: «Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, το άτομο δεν είναι πλέον αυτοκαθοριζόμενο και αυτοδημιούργητο, ούτε βασίζεται αποκλειστικά και ολοκληρωτικά στο δικό του “εγώ”».[[v]] Ο Σπαν αντιλαμβανόταν την κοινωνική τάξη, το όλον, ως οργανική κοινωνία — δηλαδή κοινότητα — στην οποία όλα τα άτομα διαθέτουν μια προϋπάρχουσα πνευματική ενότητα. Το άτομο αναδύεται από την κοινωνική ολότητα στην οποία γεννήθηκε και από την οποία ποτέ δεν αποκόπτεται πλήρως, και, όπως σημείωνε ο ίδιος, «το άτομο, επομένως, αποτελεί παράγωγο στοιχείο του όλου».[[vi]]

Επομένως, η κοινωνία δεν είναι απλώς ένα μηχανικό σύνολο θεμελιωδώς διακριτών ατόμων, αλλά ένα όλον, μια κοινότητα, που προηγείται των μερών της, δηλαδή των ατόμων. «Οι υποστηρικτές της Θεωρίας του Καθολικού Όλου ισχυρίζονται ότι ο ψυχικός ή πνευματικός δεσμός μεταξύ των ατόμων υπάρχει ως αυτόνομη οντότητα…».[[vii]] Ωστόσο, ο Σπαν διευκρίνισε ότι αυτό δεν σημαίνει πως το άτομο στερείται «πνευματικής αυτοδυναμίας», αλλά ότι ολοκληρώνει την ύπαρξή του μόνο ως μέλος του όλου, δηλαδή ότι: «Μπορεί να διαμορφώσει τον εαυτό του και να οικοδομήσει την προσωπικότητά του μόνο όταν βρίσκεται σε στενή επαφή με τους όμοιούς του· μπορεί να διατηρηθεί ως ον με δυνατότητα σκέψης ή πνευματικότητα μόνο όταν βρίσκεται σε στενή και ποικίλη κοινωνία με άλλα όντα που διαθέτουν παρόμοιες ιδιότητες».[[viii]]

Όλη η πνευματική πραγματικότητα που υπάρχει στο άτομο υπάρχει μόνο μέσα στην κοινότητα και γίνεται αντιληπτή μόνο ως κάτι που έχει ενεργοποιηθεί… Η πνευματικότητα που αναδύεται σε ένα άτομο (άμεσα ή μέσω κάποιου άλλου) αποτελεί πάντα, με κάποιο τρόπο, αντήχηση αυτού που ένα άλλο πνεύμα έχει προκαλέσει στο άτομο. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη πνευματικότητα υπάρχει μόνο εντός της κοινότητας και ποτέ στην πνευματική απομόνωση. Μπορούμε να πούμε ότι η ατομική πνευματικότητα υπάρχει μόνο στην κοινότητα, ή πιο σωστά, σε μια «πνευματική κοινότητα» (Gezweiung). Όλη η πνευματική ουσία και ύπαρξη υφίσταται ως «πνευματική κοινότητα» και μόνο εντός της «κοινοτικής πνευματικότητας» (Gezweitheit).[[ix]]

Είναι επίσης σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η έννοια της κοινωνίας κατά τον Σπαν δεν θεωρείται ως ένα σύνολο χωρίς άλλα πνευματικά σώματα, χωριστά μεταξύ τους. Αντίθετα, αναγνώριζε τη σημασία των διαφόρων υπό-ομάδων, τις οποίες αποκαλούσε «υπό-ολότητες» (partial wholes), ως συνιστώσες και στοιχεία που είναι διαφορετικά, αλλά συγγενή, και τα οποία εναρμονίζονται μέσα στο όλον στο οποίο ανήκουν. Επομένως, το όλον ή η ολότητα μπορεί να κατανοηθεί ως η ενότητα των ατόμων και των «μερικών όλων». Χρησιμοποιώντας μία συμβολική εικόνα: «Η Ολότητα [το Όλον] είναι ανάλογη του λευκού φωτός πριν διαθλαστεί υπό του πρίσματος σε πολλά χρώματα», όπου το λευκό φως αντιπροσωπεύει την υπερ-χρονική ολότητα, ενώ το πρίσμα αποτελεί τον κοσμικό χρόνο που διαθλά την ολότητα στη διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη χρονική πραγματικότητα».[[x]]

Η Εθνικότητα και ο Φυλετικός Τύπος

Το Volk («λαός» ή «έθνος»), που σημαίνει «εθνικότητα» με την πολιτισμική και εθνοτική έννοια, αποτελεί μια εντελώς διαφορετική οντότητα και θέμα μελέτης σε σχέση με την κοινωνία ή το όλον. Ωστόσο, για τον Σπαν, οι δύο έννοιες συνδέονται στενά. Ο Σπαν ήταν εθνικιστής και, ορίζοντας το Volk ως μέλος μιας «πνευματικής κοινότητας» με κοινό πολιτισμό, πίστευε ότι ένα κοινωνικό όλον υπό φυσιολογικές συνθήκες αποτελείται από έναν ενιαίο φυλετικό τύπο. Οι βαθύτατοι ψυχικοί δεσμοί που επιβίωναν στις παλαιότερες κοινωνίες, υπήρχαν πραγματικά μόνο όταν οι άνθρωποι μοιράζονταν το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο. Έτσι, ο Σπαν υπερασπιζόταν «την έννοια της συγκεκριμένης πολιτιστικής κοινότητας, την ιδέα του έθνους — σε αντίθεση με την ιδέα της ανεξέλεγκτης, κοσμοπολίτικης αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων».[[xi]]


Ο Σπαν υποστήριζε τον διαχωρισμό των εθνοτικών ομάδων σε διαφορετικά κράτη και ήταν, επίσης, υπέρμαχος του παγγερμανισμού, καθώς πίστευε ότι ο γερμανικός λαός θα έπρεπε να ενωθεί σε ένα ενιαίο Ράιχ. Επιπλέον, θεωρώντας ότι το γερμανικό έθνος ήταν πνευματικά ανώτερο των άλλων εθνών — μια αντίληψη που μπορεί να θεωρηθεί το ατυχές αποτέλεσμα προσωπικής μεροληψίας — πίστευε ότι οι Γερμανοί είχαν καθήκον να ηγηθούν της Ευρώπης στην έξοδο από την κρίση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και να την οδηγήσουν σε μια υγιέστερη οργάνωση, παρόμοια με την οργάνωση που επικρατούσε στον Μεσαίωνα.[[xii]]

Όσον αφορά το ζήτημα της φυλής ο Σπαν προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεώρηση της φυλής σύμφωνη με τη χριστιανική αντίληψη για τον άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη βιολογικότητά του, αλλά και την ψυχική και πνευματική του διάσταση. Για το λόγο αυτό, απέρριψε την κοινή αντίληψη της φυλής ως βιολογικής οντότητας, καθώς δεν πίστευε ότι οι φυλετικοί τύποι προέρχονται από την βιολογική κληρονομικότητα – όπως, άλλωστε, δεν θεωρούσε ότι ο χαρακτήρας ενός ατόμου καθορίζεται από τη βιολογική κληρονομικότητα. Γι’ αυτό, για τον Σπαν, η φυλή ήταν κυρίως ο πολιτισμικός και πνευματικός χαρακτήρας ή τύπος και ότι η «φυλετική καθαρότητα» ενός ατόμου καθορίζεται επομένως όχι από τη βιολογική καθαρότητα, αλλά από το πόσο ο χαρακτήρας και ο τρόπος συμπεριφοράς του ανταποκρίνονται σε μια συγκεκριμένη πνευματική ποιότητα. Στη σύγκριση των θεωριών περί των φυλών του Σπαν και του Λούντβιχ Φέρντιναντ Κλάους (ενός σημαντικού ψυχολόγου που ειδικεύτηκε στη φυλετική ψυχολογία), ο Έρικ Φόγκελιν κατέληξε στο ότι:

«Στη θεωρία της φυλής του Σπαν και στις μελέτες του Κλάους, η φυλή εμφανίζεται ως η ιδέα ενός ολικού όντος: για αυτούς τους δύο μελετητές, η φυλετική καθαρότητα ή η “καθαρότητα του αίματος” δεν αποτελεί ιδιότητα του γενετικού υλικού με την βιολογική έννοια, αλλά με την καθαρότητα του τύπου της ανθρώπινης μορφής σε όλες τις μορφές της - την ύπαρξη ενός πνευματικού “στίγματος” αναγνωρίσιμου στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται τόσο σωματικά όσο και ψυχικά».[[xiii]]

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ ο Λούντβιχ Κλάους (όπως και ο Σπαν) δεν πίστευε ότι ο πνευματικός χαρακτήρας είναι απλώς προϊόν της γενετικής, υπογράμμιζε τη σημασία της φυσικής διάστασης της φυλής, διότι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται σωματικά η φυλετική μορφή πρέπει ουσιαστικά να συμφωνεί και με το πώς εκφράζεται πνευματικά - και με τις παραπάνω να παραμένουν πάντοτε αλληλένδετες. Όπως έγραφε ο Κλάους:

«Η μορφή της ψυχής εκφράζεται στο δικό της πεδίο, το ζωοποιό σώμα. Αλλά για να καταστεί αυτό δυνατό, και το ίδιο το πεδίο πρέπει να κυβερνάται από έναν τύπο, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να βρίσκεται σε δομικά άρτια σχέση με τον τύπο της ψυχής: όλα τα χαρακτηριστικά της σωματικής δομής αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, διαδρομές για την έκφραση της ψυχής. Η φυλετικά συγκροτημένη ψυχή (δηλαδή η καθορισμένη από τον τύπο) αποκτά έτσι ένα φυλετικά συγκροτημένο ζωοποιό σώμα, ώστε να εκφράσει με πλήρη και αμιγή τρόπο τον φυλετικά καθορισμένο τύπο της εμπειρίας της. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο τύπος της ψυχής αναστέλλεται εάν ο τύπος του σώματός δεν συμφωνεί απόλυτα με αυτήν».[[xiv]]

Ομοίως, ο Ιούλιος Έβολα, του οποίου η σκέψη επηρεάστηκε τόσο από τον Σπαν όσο και από τον Κλάους, και ο οποίος, επεκτείνοντας την ψυχολογία περί φυλής του Κλάους ώστε να περιλάβει και ζητήματα θρησκευτικότητας, επίσης επιβεβαίωσε την σημασία του σώματος.[[xv]]


Από την άλλη πλευρά, το αρνητικό στοιχείο της φυλετικής θεωρίας του Σπαν είναι ότι καταλήγει στην πλήρη απόρριψη του ρόλου του βιολογικού φυλετικού τύπου. Πράγματι, πολλά από τα σημαντικότερα έργα του Σπαν δεν αναφέρουν καν το ζήτημα της φυλής. Ως συνέπεια, ο Σπαν ανέχτηκε — και σε ορισμένες περιπτώσεις ενέκρινε — τις κριτικές των φοιτητών του προς τις εθνικοσοσιαλιστικές φυλετικές θεωρίες που τόνιζαν τον ρόλο της βιολογικότητας· ζήτημα που αργότερα δημιούργησε προβλήματα στη σχέση του με το κίνημα, παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους υποστηρικτές του.[[xvi]]

Το Αληθινό Κράτος

Η Θεωρία του Καθολικού Όλου του Σπαν ήταν, στην ουσία, μια καθολική εκδοχή της «Ριζοσπαστικής Παραδοσιοκρατίας»· ο Σπαν πίστευε ότι υπήρχαν αιώνιες αρχές πάνω στις οποίες έπρεπε να οικοδομηθεί κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτική τάξη. Ενώ οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης — του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού — δεσμεύονταν από τις ιστορικές συνθήκες και ήταν συνδεδεμένες με την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, ταυτόχρονα υπήρχαν ορισμένες αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τα περισσότερα αρχαία και μεσαιωνικά κράτη, οι οποίες είναι αιώνια ισχύουσες, όντας προερχόμενες από τη Θεία Τάξη. Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες μορφές κράτους του παρελθόντος δεν μπορούν να επανέλθουν με την ακριβή μορφή τους, καθώς φέρουν χαρακτηριστικά που αντανακλούν την τότε εποχή και έχουν πλέον ιστορικό χαρακτήρα, οι αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν — και επομένως το γενικό πρότυπο που παρέχουν — είναι διαχρονικές και πρέπει να επαναθεσμοθετηθούν στον σύγχρονο κόσμο, δεδομένου ότι τα συστήματα που προέκυψαν από τη Γαλλική Επανάσταση είναι εσφαλμένα και επονείδιστα.[[xvii]] Αυτό το διαχρονικό πρότυπο ήταν το Wahre Staat, ή «Αληθινό Κράτος» — ένα συντεχνιακό, μοναρχικό και ελιτιστικό κράτος — που αποτελούσε το κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας της Θεωρίας του Καθολικού Όλου.

1. Η Οικονομία

Όσον αφορά την οικονομία, ο Σπαν, όπως και ο Άνταμ Μύλλερ, απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον σοσιαλισμό, προτείνοντας ένα κορπορατιστικό σύστημα που παραπέμπει στο σύστημα των συντεχνιών και των εγγείων ιδιοκτησιών του Μεσαίωνα· ένα σύστημα στο οποίο οι τομείς εργασίας και παραγωγής οργανώνονταν σε σωματεία ή συντεχνίες και υπάγονταν στην υπηρεσία του κράτους και του έθνους, ενώ η οικονομική δραστηριότητα καθοδηγούνταν από διαχειριστές και δεν αφηνόταν αποκλειστικά στην αυτορυθμιστική λειτουργία της. Η αξία κάθε αγαθού ή προϊόντος που παράγεται σε αυτό το σύστημα δεν καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας που επενδύθηκε σε αυτό (όπως υποστηρίζει η θεωρία της αξίας της εργασίας των Μαρξ και Σμιθ), αλλά από την «οργανική του χρησιμότητα» ή «κοινωνική του ωφελιμότητα», δηλαδή τη χρησιμότητά του για το κοινωνικό σύνολο και για το κράτος.[[xviii]]


Ο κύριος λόγος που ο Σπαν απέρριπτε τον καπιταλισμό ήταν η ατομικιστική του φύση, η οποία είχε την τάση να δημιουργεί δυσαρμονία και να αποδυναμώνει τους πνευματικούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων εντός της κοινωνικής ολότητας. Αν και ο Σπαν δεν επιδίωκε την πλήρη εξάλειψη του ανταγωνισμού από την οικονομική ζωή, επισήμαινε ότι ο ακραίος ανταγωνισμός που υμνείται από τους καπιταλιστές δημιουργούσε ένα σύστημα αγοράς όπου επικρατούσε μια «μάχη όλων εναντίον όλων» και όπου οι δραστηριότητες δεν πραγματοποιούνταν στην υπηρεσία του όλου και του κράτους, αλλά στην υπηρεσία ατομικών, εγωκεντρικών συμφερόντων. Η οικονομική φιλοσοφία της Θεωρίας του Καθολικού Όλου είχε ως στόχο να δημιουργήσει αρμονία στην κοινωνία και την οικονομία και, επομένως, εκτιμούσε «τη ζωογόνο ενέργεια της αμοιβαίας εξάρτησης όλων των μελών της κοινότητας…»[[xix]]

Επιπλέον, ο Σπαν αναγνώριζε ότι ο καπιταλισμός οδηγούσε στην άδικη μεταχείριση των κατώτερων στρωμάτων από τους καπιταλιστές. Έτσι, ενώ θεωρούσε τις θεωρίες του Μαρξ θεωρητικά εσφαλμένες, σημείωνε ότι: «Ο Μαρξ, ωστόσο, προσέφερε μία καλή υπηρεσία, τραβώντας την προσοχή στην ανισότητα της μεταχείρισης των εργατών και των επιχειρηματιών αντίστοιχα, εντός της ατομικιστικής οργάνωσης της κοινωνίας».[[xx]] Ωστόσο, ο Σπαν απέκλειε γενικά τα σοσιαλιστικά συστήματα, διότι, ενώ φαίνονταν επιφανειακά σύμφωνα με την αρχή του Καθολικού Όλου, στην πραγματικότητα συνδύαζαν στοιχεία Καθολικού Όλου και ατομικισμού. Δεν αναγνώριζε την υπεροχή του Κράτους έναντι των ατόμων και υποστήριζε ότι όλα τα άτομα στην κοινωνία θα έπρεπε να κατέχουν την ίδια θέση, εξαλείφοντας τις ταξικές διακρίσεις, και να λαμβάνουν ίση ποσότητα αγαθών. «Το αληθινό Καθολικό Όλο επιδιώκει κάτι το οργανικά πολυσχιδές, κάτι το άνισο», αναγνωρίζοντας τις διαφορές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να εδραιώσει αρμονία μεταξύ των μερών.[[xxi]]

2. Η Πολιτική

Ο Σπαν υποστήριζε ότι όλα τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα αποτελούσαν μια αντιστροφή του τι αποτελεί πραγματική πολιτική οργάνωση, η οποία, κατά την άποψή του, ήταν ακόμη σημαντικότερη και από το οικονομικό σύστημα. Ένα βασικό πρόβλημα της δημοκρατίας ήταν ότι επέτρεπε, πρώτον, τη χειραγώγηση της κυβέρνησης από πλούσιους καπιταλιστές και χρηματοδότες, των οποίων ο ηθικός χαρακτήρας συχνά αμφισβητείτο και των οποίων οι στόχοι σπάνια ταυτίζονταν με το συμφέρον της κοινότητας· και δεύτερον, επέτρεπε την επικράτηση δημαγωγών με ιδιοτελή κίνητρα, οι οποίοι μπορούσαν να χειραγωγήσουν τις μάζες. Ωστόσο, ακόμη και η θεωρητική βάση της δημοκρατίας ήταν ελαττωματική για τον Σπαν, καθώς οι άνθρωποι είναι ουσιαστικά άνισοι· τα άτομα διαφέρουν ουσιαστικά στις ικανότητές τους και, κατά συνέπεια, είναι κατάλληλα για διαφορετικές θέσεις εντός της κοινωνίας. Η δημοκρατία, επιτρέποντας σε μια πλειονότητα να αποφασίζει για κυβερνητικά ζητήματα, αποκλείει τα ανώτερα άτομα από τον καθορισμό της μοίρας του Κράτους, διότι «όταν η πλειοψηφία αναλαμβάνει τα ηνία, οι κατώτεροι κυβερνούν τους ανώτερους».[[xxii]]

Τέλος, ο Σπαν παρατηρούσε ότι «οι απαιτήσεις για δημοκρατία και ελευθερία είναι, για ακόμη μια φορά, απόλυτα ατομικιστές».[[xxiii]] Στο Αληθινό Κράτος της Θεωρίας του Καθολικού Όλου, το άτομο υπακούει στη θέληση του όλου και καθοδηγείται από ένα αίσθημα ανιδιοτελούς καθήκοντος προς το Κράτος, αντί να επιβάλλει τη δική του ατομική βούληση ενάντια στις άλλες. Επιπλέον, το άτομο δεν κατέχει δικαιώματα απλώς λόγω του «λογικού» του χαρακτήρα ή μόνο επειδή είναι άνθρωπος, όπως υποστήριζαν πολλοί στοχαστές του Διαφωτισμού· τα δικαιώματά του απορρέουν από την ηθική του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει και από τους νόμους του Κράτους.[[xxiv]] Η Θεωρία του Καθολικού Όλου αναγνωρίζει επίσης τις έμφυτες ανισότητες στα ανθρώπινα όντα και υποστηρίζει μια ιεραρχική πολιτική τάξη, όπου υπάρχει μόνο «ισότητα μεταξύ ίσων» και η «υποταγή των πνευματικά κατώτερων στους πνευματικά ανώτερους».[[xxv]]

Στο Αληθινό Κράτος, τα άτομα που επιδείκνυαν ηγετικές ικανότητες, ανώτερη φύση και ορθό ηθικό χαρακτήρα θα ανέβαιναν στα υψηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας. Το κράτος θα διοικούνταν από μια ισχυρή ελίτ, τα μέλη της οποίας θα επιλέγονταν από τα ανώτερα στρώματα της ιεραρχίας βάσει αξιοκρατικών ατραπών· ουσιαστικά θα πρόκειται για μια «αξιοκρατική αριστοκρατία». Όσοι βρίσκονταν σε κατώτερες θέσεις θα μάθαιναν να αποδέχονται τον ρόλο τους στην κοινωνία και να σέβονται τους ανώτερους τους, αν και όλα τα μέρη του συστήματος θα παρέμεναν «αναπόσπαστα για την επιβίωση και την ανάπτυξή του».[[xxvi]] Συνεπώς, «πηγή της κυβερνητικής εξουσίας δεν [θα] είναι η κυριαρχία του λαού, αλλά η κυριαρχία της αριστείας».[[xxvii]]

Ο Σπαν, σύμφωνα με το καθολικό θρησκευτικό του υπόβαθρο, πίστευε στην ύπαρξη μιας υπεραισθητηριακής, μεταφυσικής και πνευματικής πραγματικότητας, η οποία υπάρχει ξεχωριστά - και υπερβαίνει -  της υλικής πραγματικότητας, της οποίας ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση. Υποστήριζε ότι το Αληθινό Κράτος πρέπει να εμπνέεται από χριστιανική πνευματικότητα και ότι οι ηγέτες του πρέπει να καθοδηγούνται από την αφοσίωσή τους στους Θείους νόμους· το Αληθινό Κράτος είναι, επομένως, ουσιαστικά θεοκρατικό. Ωστόσο, η ηγεσία του κράτους αποκτά τη νομιμότητά της όχι μόνο λόγω του θρησκευτικού της χαρακτήρα, αλλά και επειδή διαθέτει «αυθεντικό πνευματικό περιεχόμενο», το οποίο «προηγείται της εξουσίας όπως αυτή εκφράζεται κρατικά και δικαιικά».[[xxviii]] Έτσι, ο Σπαν κατέληγε στο ότι: «Η ιστορία μας διδάσκει ότι είναι η αυθεντικότητα των πνευματικών αξιών που συνιστά τον πνευματικό δεσμό. Αυτές δεν μπορούν να αντικατασταθούν με τη φωτιά και το σπαθί, ούτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας. Κάθε διακυβέρνηση η οποία αντέχει στον χρόνο, και κάθε μορφή οργάνωσης που έχει επιτευχθεί κοινωνικά, είναι απόρροια της εσωτερικής κυριαρχίας».[[xxix]]

Το κράτος που ο Σπαν επιδίωκε να επαναφέρει, είχε επίσης ομοσπονδιακή φύση, ενοποιώντας όλα τα «μερικά όντα» — δηλαδή συντεχνιακές ομάδες και τοπικές περιοχές εντός ενός ορισμένου πεδίου τοπικής αυτοδιοίκησης — υπό την ανώτατη Αρχή. Όπως έγραψε ο Ιούλιος Έβολα, σε μια αναφορά σύμφωνη με τις απόψεις του Σπαν: «Το αληθινό κράτος υπάρχει ως οργανικό όλο αποτελούμενο από διακεκριμένα στοιχεία τα οποία αγκαλιάζοντας τα μερικά ενιαία όντα [όλα], διατηρεί στο καθένα τους τη δική του ιεραρχικά οργανωμένη ζωή».[[xxx]] Καθ’ όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας, το ιεραρχικό, συντεχνιακό Αληθινό Κράτος εμφανίζεται ξανά και ξανά· στα αρχαία κράτη της Σπάρτης, της Ρώμης, της Περσίας, στη Μεσαιωνική Ευρώπη κ.ο.κ. Οι δομές των κρατών αυτών των εποχών «παρείχαν στα μέλη αυτών των κοινωνιών ένα βαθύ αίσθημα ασφάλειας. Αυτές οι μεγάλες πολιτείες χαρακτηρίζονταν από την αρμονία και τη σταθερότητά τους».[[xxxi]]


Η φιλελεύθερη νεωτερικότητα δημιούργησε μια κρίση, στην οποία η αρμονία των παλαιότερων κοινωνιών είχε πληγεί από τον καπιταλισμό και οι κοινωνικοί δεσμοί είχαν αποδυναμωθεί (αν και όχι εξαλειφθεί) λόγω του ατομικισμού. Ωστόσο, ο Σπαν υποστήριζε ότι όλες οι μορφές φιλελευθερισμού και ατομικισμού αποτελούν μια ασθένεια, η οποία ποτέ δεν θα μπορούσε να εξαλείψει πλήρως την πρωταρχική, αρχέγονη πραγματικότητα. Προέβλεψε ότι - στην μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή -  ο γερμανικός λαός θα διεκδικούσε ξανά τα δικαιώματά του και θα ξεκινούσε μια επανάσταση με στόχο την αποκατάσταση του Αληθινού Κράτους, αναδημιουργώντας εκείνη την «κοινότητα που συνδέει τον άνθρωπο με τις αιώνιες και απόλυτες δυνάμεις του σύμπαντος»[[xxxii]], και ότι η επανάσταση αυτή θα αντηχούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη, αναζωογονώντας στη σύγχρονη πολιτική ζωή τις αθάνατες αρχές της Θεωρίας του Καθολικού Όλου.

Η Επίδραση και ο Αντίκτυπος της Θεωρίας του Σπαν

Ο Σπαν και ο κύκλος του άσκησαν σημαντική επιρροή κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία, με τη δεύτερη να αποτελεί το επίκεντρο της παραπάνω επιρροής. Η φιλοσοφία του Σπαν αποτέλεσε τη βάση της ιδεολογίας της αυστριακής Heimwehr, υπό την ηγεσία του Έρνστ Ρούντιγκερ φον Στάρχεμπεργκ. Ηγετικά στελέχη του λεγόμενου «αυστροφασιστικού κράτους», όπως ο Ένγκελμπερτ Ντόλφους και ο Κουρτ Σούσνιγκ, επηρεάστηκαν εν μέρει από τις ιδέες του Σπαν και από τα μέλη του «κύκλου Σπαν».[[xxxiii]] Παρά το γεγονός ότι το αυστριακό κράτος ήταν το μοναδικό που επιχείρησε να υλοποιήσει τις θεωρητικές του αρχές, ο Σπαν δεν υποστήριξε τον «αυστροφασισμό», καθώς ήταν παγγερμανιστής και επιδίωκε την ενότητα του γερμανικού λαού υπό ένα ενιαίο κράτος. Ως εκ τούτου, εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα του Χίτλερ, θεωρώντας ότι αυτό θα άνοιγε τον δρόμο για την πραγματοποίηση του Αληθινού Κράτους.

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να επηρεάσει την ιδεολογία των Εθνικοσοσιαλιστών και τους ηγέτες του NSDAP, ο Σπαν και ο κύκλος του απορρίφθηκαν από τους περισσότερους εθνικοσοσιαλιστές. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο Ρόμπερτ Λέι και διάφοροι άλλοι συγγραφείς συνδεδεμένοι με τα SS εξαπέλυσαν μια σειρά επιθέσεων κατά της σχολής του Σπαν. Ο Ρόζενμπεργκ ενοχλήθηκε τόσο από την αντίθεση του Σπαν περί της σημασίας του αίματος, όσο και από τη θεοκρατική καθολική του στάση· που έγραψε ότι: «Η σχολή του Σπαν έχει επιτυχώς αντικρούσει τον ηλίθιο υλιστικό ατομικισμό… [αλλά] ο Σπαν αντέτεινε της παραδοσιακής ελληνικής σοφίας και ισχυρίστηκε ότι ο Θεός είναι το μέτρο των πάντων [όπως] και ότι η αληθινή θρησκευτικότητα βρίσκεται μόνο εντός της Καθολικής Εκκλησίας».[[xxxiv]]

Πέρα από την εμμονή τους στην πραγματικότητα των βιολογικών νόμων, άλλοι εθνικοσοσιαλιστές άσκησαν κριτική και στις πολιτικές του προτάσεις. Υποστήριξαν ότι το ιεραρχικό κράτος που προέβλεπε θα δημιουργούσε μία καταστροφική διάσπαση ανάμεσα στην ελίτ και τον λαό, καθώς επέμενε στην απόλυτη διαφορετικότητά τους· κάτι που, κατά την άποψή τους, θα κατέστρεφε την ενότητα που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στην ηγεσία και τους απλούς πολίτες. Παρότι ο ίδιος ο εθνικοσοσιαλισμός περιείχε στοιχεία ελιτισμού, ήταν ταυτόχρονα λαϊκός. Λόγω του παραπάνω τονιζόταν ότι κάθε Γερμανός είχε τη δυνατότητα να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Επομένως, μέσα στην Volksgemeinschaft («Λαϊκή Κοινότητα»), ο γερμανικός λαός δεν ήταν αναγκαστικά διαιρετός με την αυστηρή έννοια της ανώτερης ελίτ και των κατώτερων μαζών.[[xxxv]]


Όπως ήταν αναμενόμενο, οι φιλελεύθεροι επικριτές του Σπαν θεωρούσαν την αντί-ατομικιστική του θέση υπερβολικά ακραία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες και οι μαρξιστές υποστήριξαν ότι το συντεχνιακό κράτος του θα αφαιρούσε τα δικαιώματα των εργατών και θα παραχωρούσε την εξουσία στους αστούς κεφαλαιοκράτες. Και οι δύο χαρακτήρισαν τον Σπαν ως έναν ουτοπικό αντιδραστικό που επιθυμούσε να αναβιώσει τον Μεσαίωνα.[[xxxvi]] Ωστόσο, ο Έντγκαρ Ιούλιους Γιούνγκ, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από το έργο του Σπαν - και ουσιαστικά αναπαρήγαγε μια μορφή της Θεωρίας του Καθολικού Όλου - ανέφερε:

«Μας κατηγορούν ότι κινούμαστε παράλληλα ή και πίσω από ενεργές πολιτικές δυνάμεις, ότι είμαστε ρομαντικοί που δεν βλέπουν την πραγματικότητα και ότι επιδιδόμαστε σε ονειροπολήσεις για μια ιδεολογία του Ράιχ που κοιτάζει προς το παρελθόν. Αλλά, ο κόσμος των ιδεών και ο κόσμος της ύλης αντιπροσωπεύουν αιώνιες κοινωνικές αρχές, παρόμοιες με αυτές της μάχης ανάμεσα στο μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο – όπως αυτή διατηρείται στην αιώνια κίνηση του εκκρεμούς. Οι ιδέες στις οποίες φτάνει η ώρα της πραγμάτωσής τους παραμένουν πάντοτε επίκαιρες, ενώ οι μεγάλες αρχές της οργάνωσης του υλικού κόσμου —μηχανικής ή οργανικής— παραμένουν αμετάβλητες. Επομένως, εάν χρησιμοποιήσουμε τον Μεσαίωνα ως οδοδείκτη, βρίσκοντας εκεί τη μεγάλη ιδέα, δεν σφάλλουμε ως προς την παρούσα εποχή, αλλά την αντιλαμβανόμαστε, ακόμη ουσιαστικότερα, ως μια εποχή όπου η ίδια αδυνατεί να αντιληφθεί τον εαυτό της».[[xxxvii]]

Ο Έντγκαρ Γιουνγκ, ένας από τους πιο σημαντικούς ριζοσπάστες συντηρητικούς αντιπάλους του Χίτλερ, ανέπτυξε μια φιλοσοφία που ήταν αξιοσημείωτα παρόμοια με αυτή του Σπαν, αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές που αξίζει να επισημανθούν. Ο Γιουνγκ πίστευε ότι ούτε ο φασισμός ούτε ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσαν προάγγελο για την επανασύσταση του Αληθινού Κράτους, αλλά ήταν «απλώς μια άλλη εκδήλωση της φιλελεύθερης, ατομικιστικής και κοσμικής παράδοσης που είχε προκύψει από τη Γαλλική Επανάσταση».[[xxxviii]] Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν καθοδηγούνταν με οδοδείκτη μια Θεία δύναμη και εξακολουθούσαν να έχουν προσμίξεις ατομικισμού, κάτι το οποίο - κατά την άποψή του - φαινόταν από το γεγονός ότι οι ηγέτες τους καθοδηγούνταν από τις δικές τους φιλοδοξίες και όχι από το καθήκον προς τον Θεό ή προς μια δύναμη ανώτερη από αυτούς.

Ο Έντγκαρ Γιουνγκ απέρριπτε επίσης τον εθνικισμό με την αυστηρή έννοια, αν και ταυτόχρονα υποστήριζε την αξία του Volk και την αγάπη για την πατρίδα, και πρότεινε την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής ηπείρου εντός μίας ομοσπονδιακής βάσης, με τη Γερμανία στην ηγετική θέση της ομοσπονδίας. Σε αντίθεση με τις απόψεις του Σπαν, ο Γιουνγκ πίστευε ότι η βιολογική κληρονομικότητα παίζει κάποιο ρόλο στον χαρακτήρα των ανθρώπων, αν και θεωρούσε ότι ο ρόλος αυτός είναι δευτερεύων σε σχέση με τους πολιτισμικούς και πνευματικούς παράγοντες – και ταυτόχρονα ήταν επικριτικός προς τον κοινότοπο επιστημονικό φυλετισμό για τον «βιολογικό ντετερμινισμό» του.

Ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι τα στοιχεία που θεωρούνται φυλετικά ανώτερα σε έναν πληθυσμό πρέπει να ενισχυθούν, ενώ τα κατώτερα να μειωθούν. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι: «Μέτρα για την ανύψωση των φυλετικά αξιόλογων στοιχείων του γερμανικού λαού και για την καταπολέμηση των κατώτερων πρέπει, ωστόσο, να βρεθούν από σήμερα κιόλας».[[xxxix]] Παράλληλα, πίστευε ότι οι ελίτ του Ράιχ έπρεπε να είναι ανοιχτές στην αποδοχή μελών από τα κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας, εφόσον έδειχναν ηγετικά χαρακτηριστικά, αλλά ότι οι γάμοι θα έπρεπε να γίνονται εντός της ελίτ, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αριστοκρατία, ενισχυμένη τόσο γενετικά όσο και πνευματικά.[[xl]]

Ενώ ο Έντγκαρ Γιουνγκ παρέμεινε διαχρονικά αντίθετος στον Εθνικοσοσιαλισμό, ο Σπαν διατήρησε μέχρι την Προσάρτηση της Αυστρίας την ενθουσιώδη υποστήριξή του, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε τελικά να επηρεάσει την ηγεσία του Τρίτου Ράιχ ώστε να υιοθετήσει τη φιλοσοφία του. Πίστευε το παραπάνω μέχρι και την κατάληψη της Αυστρίας από τη Γερμανία το 1938, λίγο μετά την οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε ως ιδεολογικά επικίνδυνος. Αν και απελευθερώθηκε μετά από λίγους μήνες, περιορίστηκε αναγκαστικά στην αγροικία του.[[xli]]

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπόρεσε ποτέ να επανακτήσει την πολιτική του επιρροή, αλλά άφησε το στίγμα του στον φιλοσοφικό χώρο. Η σκέψη του Σπαν επηρέασε εν μέρει τον Έρικ Φόγκελιν και πολλούς διανοούμενους της Νέας Δεξιάς (Neue Rechte), όπως τον Άρμιν Μόλερ και τον Γκερντ-Κλάους Κάλτενμπρουνερ.[[xlii]] Επιρροή υπήρξε και στη Ριζοσπαστική Παραδοσιοκρατική Σκέψη, ιδιαίτερα σε αυτή του Ιούλιου Έβολα, ο οποίος ανέφερε ότι ο Σπαν «ακολουθούσε παρόμοια γραμμή με τη δική μου»[[xliii]] - εάν και υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ των δύο στοχαστών. Εν κατακλείδι, η φιλοσοφία του Σπαν, [...], παραμένει ενδιαφέρουσα και σημαντική.



[i] More detailed information on Othmar Spann‘s life than provided in this essay can be found in John J. Haag, Othmar Spann and the Politics of “Totality”: Corporatism in Theory and Practice (Ph.D. Thesis, Rice University, 1969). [ii] See Othmar Spann, Types of Economic Theory (London: George Allen and Unwin, 1930), p. 61. We should note to the reader that this book is the only major work by Spann to have been published in English and has also been published under an alternative title as History of Economics. [iii] Othmar Spann as quoted in Ernest Mort, ―Christian Corporatism,‖ Modern Age, Vol. 3, No. 3 (Summer 1959), p. 249. Available online here: http://www.mmisi.org/ma/03_03/mort.pdf. [iv] For a more in-depth and scientific overview of Spann‘s studies of society, see Barth Landheer, ―Othmar Spann‘s Social Theories.‖ Journal of Political Economy, Vol. 39, No. 2 (April, 1931), pp. 239–48. We should also note to our readers that Othmar Spann‘s anti-individualist social theories are more similar to those of other ―far Right‖ sociologists such as Hans Freyer and Werner Sombart. However, it should be remembered that sociologists from nearly all political positions are opposed to individualism to some extent, whether they are of the ―moderate Center‖ or of the ―far Left.‖ Furthermore, anti-individualism is a typical position among many mainstream sociologists today, who recognize that individualistic attitudes – which are, of course, still an issue in societies today just as they were an issue a hundred years ago – have a harmful effect on society as a whole. [v] Othmar Spann, Der wahre Staat (Leipzig: Verlag von Quelle und Meyer, 1921), p. 29. Quoted in Eric Voegelin, Theory of Governance and Other Miscellaneous Papers, 19211938 (Columbia: University of Missouri Press, 2003), p. 68. [vi] Spann, Der wahre Staat, p. 29. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 69. [vii] Spann, Types of Economic Theory, pp. 60–61. [viii] Ibid., p. 61. [ix] Spann, Der wahre Staat, pp. 29 & 34. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, pp. 70–71. [x] J. Glenn Friesen, ―Dooyeweerd, Spann, and the Philosophy of Totality,‖ Philosophia Reformata, 70 (2005), p. 6. Available online here: http://members.shaw.ca/hermandooyeweerd/Totality.pdf. [xi] Spann, Types of Economic Theory, p. 199. [xii] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,” p. 48. [xiii] Eric Voegelin, Race and State (Columbia: University of Missouri Press, 1997), pp. 117–18. [xiv] Ludwig F. Clauss, Rasse und Seele (Munich: J. F. Lehmann, 1926), pp. 20–21. Quoted in Richard T. Gray, About Face: German Physiognomic Thought from Lavater to Auschwitz (Detroit: Wayne State University Press, 2004), p. 307. [xv] For an overview of Evola‘s theory of race, see Michael Bell, ―Julius Evola‘s Concept of Race: A Racism of Three Degrees.‖ The Occidental Quarterly, Vol. 9, No. 4 (Winter 2009–2010), pp. 101–12. Available online here: http://toqonline.com/archives/v9n2/TOQv9n2Bell.pdf. For a closer comparison between the Evola‘s theories and Clauss‘s, see Julius Evola‘s The Elements of Racial Education (Thompkins & Cariou, 2005). [xvi] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,p. 136. [xvii] A more in-depth explanation of ―Radical Traditionalism‖ can be found in Chapter 1: Revolution – Counterrevolution – Tradition‖ in Julius Evola, Men Among the Ruins: Postwar Reflections of a Radical Traditionalist, trans. Guido Stucco, ed. Michael Moynihan (Rochester: Inner Traditions, 2002). [xviii] See Spann, Types of Economic Theory, pp. 162–64. [xix] Ibid., p. 162. [xx] Ibid., p. 226. [xxi] Ibid., p. 230. [xxii] Spann, Der wahre Staat, p. 111. Quoted in Janek Wasserman, Black Vienna, Red Vienna: The Struggle for Intellectual and Political Hegemony in Interwar Vienna, 19181938 (Ph.D. Dissertion, Washington University, 2010), p. 80. [xxiii] Spann, Types of Economic Theory, pp. 212. [xxiv] For a commentary on individual natural rights theory, see Ibid., pp.53 ff. [xxv] Spann, Der wahre Staat, p. 185. Quoted in Wassermann, Black Vienna, Red Vienna, p. 82. [xxvi] Haag, Spann and the Politics of “Totality,” p. 32. [xxvii] Othmar Spann, Kurzgefasstes System der Gesellschaftslehre (Berlin: Quelle und Meyer, 1914), p. 429. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 301. [xxviii] Spann, Gesellschaftslehre, p. 241. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 297. [xxix] Spann, Gesellschaftslehre, p. 495. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 299. [xxx] Julius Evola, The Path of Cinnabar (London: Integral Tradition Publishing, 2009), p. 190. [xxxi] Haag, Spann and the Politics of “Totality,p. 39. [xxxii] Ibid., pp. 40–41. [xxxiii] See Günter Bischof, Anton Pelinka, Alexander Lassner, The Dollfuss/Schuschnigg Era in Austria: A Reassessment (New Brunswick, NJ: Transaction Publishers, 2003), pp. 16, 32, & 125 ff. [xxxiv] Alfred Rosenberg, The Myth of the Twentieth Century (Sussex, England: Historical Review Press, 2004), pp. 458–59. [xxxv] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,pp. 127–29. [xxxvi] See Ibid., pp. 66 ff. [xxxvii] Edgar Julius Jung, ―Germany and the Conservative Revolution,‖ in: The Weimar Republic Sourcebook, edited by Anton Kaes, Martin Jay, and Edward Dimendberg (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1995), p. 354. [xxxviii] Larry Eugene Jones, ―Edgar Julius Jung: The Conservative Revolution in Theory and Practice,‖ Conference Group for Central European History of the American Historical Association, Vol. 21, No. 02 (1988), p. 163.[xxxix] Edgar Julius Jung, ―People, Race, Reich,‖ in: Europa: German Conservative Foreign Policy 18701940, edited by Alexander Jacob (Lanham, MD, USA: University Press of America, 2002), p. 101. [xl] For a more in-depth overview of Jung‘s life and thought, see Walter Struve, Elites Against Democracy: Leadership Ideals in Bourgeois Political Thought in Germany, 18901933 (Princeton, N.J.: Princeton University, 1973), pp. 317 ff. See also Edgar Julius Jung, The Rule of the Inferiour, 2 vols. (Lewiston, New York: Edwin Mellon Press, 1995). [xli] Haag, Spann and the Politics of “Totality,pp. 154–55. [xlii] See our previous citations of Voegelin‘s Theory of Governance and Race and State; Armin Mohler, Die Konservative Revolution in Deutschland 19181932 (Stuttgart: Friedrich Vorwerk Verlag, 1950); ―Othmar Spann‖ in Gerd-Klaus Kaltenbrunner, Vom Geist Europas, Vol. 1(Asendorf: Muth-Verlag, 1987). [xliii] Evola, Path of Cinnabar, p. 155.